Οι ζωντανές μεταδόσεις του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Στίβου δεν χρησιμεύουν μόνο για να θαυμάζουμε τις επιδόσεις των αθλητών, αλλά να ερχόμαστε σε επαφή, έστω και μέσω του αθλητισμού, με χώρες άγνωστες, τις οποίες κάποιοι δεν γνώριζαν καν ότι υπάρχουν. Η Μποτσουάνα, λόγου χάρη, είναι η νέα λέξη που μαθαίνουν οι Έλληνες, βλέποντας αρκετούς νεαρούς με γαλάζιες φανέλες με μαύρη ρίγα να
πρωταγωνιστούν κυρίως στους αγώνες ταχύτητας και μεσαίων αποστάσεων.
Οι μαζεμένες επιτυχίες της Μποτσουάνα στον κλασικό αθλητισμό, που την έφεραν και στο προσκήνιο και την «γνώρισαν» σ’ εμάς, δεν είναι αποτέλεσμα ούτε τύχης, ούτε συγκυρίας, αλλά οργανωμένης δουλειάς. Αυτό το ξερό κομμάτι γης πάνω από τη Νότια Αφρική με τους ελάχιστους κατοίκους αποδεικνύει ότι στην Αφρική μπορούν να λειτουργήσουν οι δημοκρατίες, μπορεί να εξαφανιστεί η διαφθορά, μπορεί ακόμα και να περιοριστεί η μάστιγα του AIDS. Γι’ αυτό η χώρα απολαμβάνει ένα βιοτικό επίπεδο πρωτοφανές για τα αφρικάνικα δεδομένα και μπορεί κάλλιστα να ασχοληθεί με την ανάπτυξη του αθλητισμού.
Σαν χέρσο χωράφι
Η ιστορία της Μποτσουάνα συνδέεται μ’ αυτή της Νότιας Αφρικής, με την έννοια ότι υπήρξε κι αυτή βρετανική αποικία. Σε αντίθεση, όμως, με την πλούσια και εύφορη Νότια Αφρική, οι Βρετανοί ενδιαφέρθηκαν πολύ λιγότερο για τη Μποτσουάνα (που τότε την έλεγαν… Μπετσουάνα). Είχαν υπό τον έλεγχό τους το έδαφός της ως προτεκτοράτο, αλλά την αντιμετώπιζαν περίπου όπως ο αγρότης ένα χέρσο χωράφι.
Η φυλή των Τσβάνα ζει επί αιώνες στην περιοχή, όμως βρέθηκε κάτω από τη βρετανική κυριαρχία χάρη στην εκστρατεία του Σκωτσέζου Τζων Μακένζι, ο οποίος το 1885 ανακήρυξε προτεκτοράτο στην περιοχή. Υποτίθεται ότι έψαχνε εύφορες κοιλάδες και πλούσιο υπέδαφος, αλλά βρέθηκε μπροστά στην έρημο Καλαχάρι, έναν από τους πιο άνυδρους τόπους της υφηλίου.
Οι πονηροί Βρετανοί ενσωμάτωσαν τα πιο εύφορα εδάφη των Τσβάνα στην Αποικία του Ακρωτηρίου (που αργότερα αποσχίστηκαν για να φτιάξουν τη Νότια Αφρική) και το πιο βόρειο μέρος, τη σημερινή Μποτσουάνα, την κράτησαν ως προτεκτοράτο. Δηλαδή άφησαν τους ντόπιους φύλαρχους να κάνουν ό,τι θέλουν, με την ελάχιστη παρέμβαση. Αυτός ο διαχωρισμός συνεχίζεται μέχρι σήμερα με πραγματικά… οξύμωρα αποτελέσματα: Από τα 5,5 εκατομμύρια που αριθμεί συνολικά η φυλή των Τσβάνα μόνο το 1,5 ζει στην Μποτσουάνα και τα υπόλοιπα τέσσερα στο βορρά της Νότιας Αφρικής!
Σε σχέση, πάντως, με πολλές άλλες αφρικάνικες χώρες, που περικλείουν στα σύνορά τους πλήθος φυλών με διαφορετικές θρησκείες, γλώσσες και έθιμα, η Μποτσουάνα είναι από τις πιο συμπαγείς φυλετικά: Το 79% των 2 εκ. κατοίκων της είναι Τσβάνα και το άλλο 11% Καλάνγκα, μια σχεδόν συγγενής φυλή.
Η χώρα των διαμαντιών
Από το 1966, που η Μποτσουάνα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία, δεν σταματάει να ξαφνιάζει ευχάριστα. Οι Τσβάνα σύντομα απέκτησαν τον έλεγχο των αδαμαντωρυχείων της περιοχής και σήμερα το 62% των εξαγωγών της είναι μη κατεργασμένα διαμάντια. Τα κέρδη, όμως, δεν καταλήγουν μόνο στις τσέπες κάποιων πολυεθνικών, αλλά και στην κυβέρνηση, που τα διανέμει στους κατοίκους μέσω παροχών.
Η Μποτσουάνα θεωρείται από τους πιο ασφαλείς τόπους για να επενδύσει κανείς στην Αφρική. Υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα και προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς απίστευτη για αφρικάνικο κράτος. Στα 41 χρόνια της ανεξάρτητης λειτουργίας της δεν βίωσε ούτε καν μία απόπειρα πραξικοπήματος. Έχουν θητεύσει έξι διαφορετικοί πρόεδροι, εκλεγμένοι με απόλυτα διαφανείς διαδικασίες.
Το επίπεδο εκπαίδευσης είναι τέτοιο που επιτρέπει την προσήλωση της οικονομίας στον τομέα των υπηρεσιών: Οι τράπεζες στην Μπουτσουάνα θεωρούνται οι πιο οργανωμένες και μοντέρνες σε ολόκληρη την Αφρική. Πολλοί νέοι συνεχίζουν τις σπουδές τους σε πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής και των ΗΠΑ (εξ ου και οι σημαντικές αθλητικές τους επιδόσεις). Η πείνα έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί και το κατά κεφαλήν εισόδημα φέρνει τη χώρα στη 2η θέση σε ολόκληρη την ηπειρωτική Αφρική μετά τη Γκαμπόν.
Η χώρα μπορεί να έχει την έκταση της Γαλλίας (!), όμως κατοικείται από πολύ μικρό πληθυσμό (μόλις 2 εκ. κάτοικοι). Είναι, ωστόσο, και η πρώτη αφρικάνικη χώρα που συνειδητοποίησε ότι η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, που συμβαίνει ακόμα και στη γειτονιά της, εμποδίζει την ανάπτυξη. Έγινε η πρώτη χώρα στην Αφρική που σχεδόν επέβαλλε τη χρήση του προφυλακτικού, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του AIDS. Σήμερα το 25% του πληθυσμού είναι φορείς. Κι αν σας φαίνεται τεράστιο, μάθετε ότι στο Λεσότο το ποσοστό είναι 37% και στο Μαλάουι, εκεί παραδίπλα, φτάνει το 42%.
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Spor της Πέμπτης με τίτλο: «Μποτσουάνα: Οι λίγοι που δουλεύουν σωστά»)
πρωταγωνιστούν κυρίως στους αγώνες ταχύτητας και μεσαίων αποστάσεων.
Οι μαζεμένες επιτυχίες της Μποτσουάνα στον κλασικό αθλητισμό, που την έφεραν και στο προσκήνιο και την «γνώρισαν» σ’ εμάς, δεν είναι αποτέλεσμα ούτε τύχης, ούτε συγκυρίας, αλλά οργανωμένης δουλειάς. Αυτό το ξερό κομμάτι γης πάνω από τη Νότια Αφρική με τους ελάχιστους κατοίκους αποδεικνύει ότι στην Αφρική μπορούν να λειτουργήσουν οι δημοκρατίες, μπορεί να εξαφανιστεί η διαφθορά, μπορεί ακόμα και να περιοριστεί η μάστιγα του AIDS. Γι’ αυτό η χώρα απολαμβάνει ένα βιοτικό επίπεδο πρωτοφανές για τα αφρικάνικα δεδομένα και μπορεί κάλλιστα να ασχοληθεί με την ανάπτυξη του αθλητισμού.
Σαν χέρσο χωράφι
Η ιστορία της Μποτσουάνα συνδέεται μ’ αυτή της Νότιας Αφρικής, με την έννοια ότι υπήρξε κι αυτή βρετανική αποικία. Σε αντίθεση, όμως, με την πλούσια και εύφορη Νότια Αφρική, οι Βρετανοί ενδιαφέρθηκαν πολύ λιγότερο για τη Μποτσουάνα (που τότε την έλεγαν… Μπετσουάνα). Είχαν υπό τον έλεγχό τους το έδαφός της ως προτεκτοράτο, αλλά την αντιμετώπιζαν περίπου όπως ο αγρότης ένα χέρσο χωράφι.
Η φυλή των Τσβάνα ζει επί αιώνες στην περιοχή, όμως βρέθηκε κάτω από τη βρετανική κυριαρχία χάρη στην εκστρατεία του Σκωτσέζου Τζων Μακένζι, ο οποίος το 1885 ανακήρυξε προτεκτοράτο στην περιοχή. Υποτίθεται ότι έψαχνε εύφορες κοιλάδες και πλούσιο υπέδαφος, αλλά βρέθηκε μπροστά στην έρημο Καλαχάρι, έναν από τους πιο άνυδρους τόπους της υφηλίου.
Οι πονηροί Βρετανοί ενσωμάτωσαν τα πιο εύφορα εδάφη των Τσβάνα στην Αποικία του Ακρωτηρίου (που αργότερα αποσχίστηκαν για να φτιάξουν τη Νότια Αφρική) και το πιο βόρειο μέρος, τη σημερινή Μποτσουάνα, την κράτησαν ως προτεκτοράτο. Δηλαδή άφησαν τους ντόπιους φύλαρχους να κάνουν ό,τι θέλουν, με την ελάχιστη παρέμβαση. Αυτός ο διαχωρισμός συνεχίζεται μέχρι σήμερα με πραγματικά… οξύμωρα αποτελέσματα: Από τα 5,5 εκατομμύρια που αριθμεί συνολικά η φυλή των Τσβάνα μόνο το 1,5 ζει στην Μποτσουάνα και τα υπόλοιπα τέσσερα στο βορρά της Νότιας Αφρικής!
Σε σχέση, πάντως, με πολλές άλλες αφρικάνικες χώρες, που περικλείουν στα σύνορά τους πλήθος φυλών με διαφορετικές θρησκείες, γλώσσες και έθιμα, η Μποτσουάνα είναι από τις πιο συμπαγείς φυλετικά: Το 79% των 2 εκ. κατοίκων της είναι Τσβάνα και το άλλο 11% Καλάνγκα, μια σχεδόν συγγενής φυλή.
Η χώρα των διαμαντιών
Από το 1966, που η Μποτσουάνα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία, δεν σταματάει να ξαφνιάζει ευχάριστα. Οι Τσβάνα σύντομα απέκτησαν τον έλεγχο των αδαμαντωρυχείων της περιοχής και σήμερα το 62% των εξαγωγών της είναι μη κατεργασμένα διαμάντια. Τα κέρδη, όμως, δεν καταλήγουν μόνο στις τσέπες κάποιων πολυεθνικών, αλλά και στην κυβέρνηση, που τα διανέμει στους κατοίκους μέσω παροχών.
Η Μποτσουάνα θεωρείται από τους πιο ασφαλείς τόπους για να επενδύσει κανείς στην Αφρική. Υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα και προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς απίστευτη για αφρικάνικο κράτος. Στα 41 χρόνια της ανεξάρτητης λειτουργίας της δεν βίωσε ούτε καν μία απόπειρα πραξικοπήματος. Έχουν θητεύσει έξι διαφορετικοί πρόεδροι, εκλεγμένοι με απόλυτα διαφανείς διαδικασίες.
Το επίπεδο εκπαίδευσης είναι τέτοιο που επιτρέπει την προσήλωση της οικονομίας στον τομέα των υπηρεσιών: Οι τράπεζες στην Μπουτσουάνα θεωρούνται οι πιο οργανωμένες και μοντέρνες σε ολόκληρη την Αφρική. Πολλοί νέοι συνεχίζουν τις σπουδές τους σε πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής και των ΗΠΑ (εξ ου και οι σημαντικές αθλητικές τους επιδόσεις). Η πείνα έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί και το κατά κεφαλήν εισόδημα φέρνει τη χώρα στη 2η θέση σε ολόκληρη την ηπειρωτική Αφρική μετά τη Γκαμπόν.
Η χώρα μπορεί να έχει την έκταση της Γαλλίας (!), όμως κατοικείται από πολύ μικρό πληθυσμό (μόλις 2 εκ. κάτοικοι). Είναι, ωστόσο, και η πρώτη αφρικάνικη χώρα που συνειδητοποίησε ότι η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, που συμβαίνει ακόμα και στη γειτονιά της, εμποδίζει την ανάπτυξη. Έγινε η πρώτη χώρα στην Αφρική που σχεδόν επέβαλλε τη χρήση του προφυλακτικού, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του AIDS. Σήμερα το 25% του πληθυσμού είναι φορείς. Κι αν σας φαίνεται τεράστιο, μάθετε ότι στο Λεσότο το ποσοστό είναι 37% και στο Μαλάουι, εκεί παραδίπλα, φτάνει το 42%.
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Spor της Πέμπτης με τίτλο: «Μποτσουάνα: Οι λίγοι που δουλεύουν σωστά»)
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.