Στην επιφάνεια και πάλι το θέμα ονομασίας του βόρειου γειτονικού μας κράτους, που εμείς το αποκαλούμε «Σκόπια», «ΠΓΔΜ» ή «ΦΥΡΟΜ» και οι ίδιοι (και ο περισσότερος κόσμος) «Μακεδονία» σκέτο. Μετά από τόσες συζητήσεις, αναλύσεις και απόψεις που έχουν καταγραφεί, αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο, που θα μπορούσε να αλλάξει την οπτική (πολλών ή λίγων, δεν έχει σημασία) στο σημαντικό αυτό
ζήτημα. Την απάντηση τη δίνει η μελέτη της ιστορίας όπως τη διηγούνται οι γείτονες. Όχι απαραιτήτως αυτοί οι σλαβικής καταγωγής άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες», αλλά οι έτεροι διεκδικητές αυτής της περιοχής, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Για τους οποίους το «μακεδονικό» υπήρξε επίσης αγκάθι, άσχετα αν οι Γιουγκοσλάβοι κατάφεραν να το μετατρέψουν από μειονέκτημα σε μέσο πίεσης και οι Βούλγαροι να το εξαλείψουν εντελώς.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε ότι ο όρος «Μακεδονία» ήταν επί αιώνες ασαφής (αφού δεν υπήρξε διοικητική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μ’ αυτό το όνομα), κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της αυτής καθ’ αυτής περιοχής που δικαιούται να ονομάζεται «Μακεδονία». Είθισται να λέγονται έτσι οι περιοχές που αποτελούσαν τα βιλαέτια (οθωμανικές διοικητικές περιφέρειες) Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσόβου. Αυτά χάθηκαν για τους Οθωμανούς στους Βαλκανικούς Πολέμους, αυτά μοιράστηκαν στις νικήτριες χώρες με συγκεκριμένα ποσοστά (Ελλάδα 51%, Σερβία 38%, Βουλγαρία 9%).
Η εξέλιξη των πραγμάτων στο ελληνικό κομμάτι αυτού που ονομάστηκε Μακεδονίας είναι γνωστή λίγο ως πολύ. Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι στα πρώτα χρόνια και μέχρι τις συνθήκες περί ανταλλαγής πληθυσμών, αλλά και τη συρροή εκατοντάδων χιλιάδων ελληνόφωνων μικρασιατών προσφύγων στα μακεδονικά χώματα (μετά το 1922), η εθνολογική σύνθεση της περιοχής δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε μεν, αλλά όχι συντριπτικά. Αυτό έγινε αργότερα.
Τι έκαναν οι άλλοι; Ας ξεκινήσουμε από τους Γιουγκοσλάβους, που εξαρχής θεώρησαν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς στα νότια σύνορά τους ως… παραφωνία, που θα διορθωθεί με τον καιρό. Τα οθωμανικά εδάφη που προσαρτήθηκαν στο σερβικό βασίλειο το 1913 απέκτησαν αρχικά το όνομα «Νότια Σερβία», αν και οι Σέρβοι ήταν μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού (πλειοψηφούσαν οι σλαβόφωνοι και οι αλβανόφωνοι στο Κόσοβο). Και φυσικά το κράτος που δημιουργήθηκε το 1918 ονομάστηκε «Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», ούτε «Μακεδόνες» υπήρχαν, ούτε «Βόσνιοι», ούτε «Μαυροβούνιοι» (που ακόμη και σήμερα θεωρούνται παρακλάδι των Σέρβων), ούτε και «Αλβανοί».
Ο «Βαρντάσκα»
Το 1922 έγινε νέα διοικητική ανασυγκρότηση, όπου το βασίλειο χωρίστηκε σε 33 νομούς (όμπλαστ), τρία εκ των οποίων αποτελούσαν την γνωστή μας περιοχή (Μπίτολα, Σκόπια, Μπρεγκάλνιτσα). Το 1929 ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απηυδισμένος από τον κροατικό εθνικισμό κυρίως, διέλυσε τη βουλή, ανέλαβε δικτατορικές εξουσίες κι αποφάσισε νέα διοικητική αναδιάρθρωση: Η χώρα χωρίστηκε σε εννέα περιοχές (μπανόβινας), οι οποίες σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να μην έχουν καμία σχέση ούτε με τα προπολεμικά σύνορα, ούτε να αντιστοιχούν σε εθνότητες. Για να είναι και τελείως ουδέτερες, οι περιοχές πήραν τα ονόματα ποταμών που τις διέτρεχαν, εξ ου και το «Βαρντάρσκα» στην πιο νότια απ’ αυτές. Βαρδάρης, όπως είναι γνωστό, λέγεται ο Αξιός.
Οι προσπάθειες να… εκσερβιστεί ο νότιος πληθυσμός δεν απέδωσαν, η περιοχή των Σκοπίων χωρίστηκε μεταξύ (φιλοναζιστικής) Βουλγαρίας και (υπό την Ιταλία) Αλβανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την παλινόρθωση των συνόρων, ο Τίτο βρέθηκε με μια ενοχλητική μειονότητα. Το νότιο κομμάτι της χώρας του δεν το ονόμασε «Μακεδονία» μόνο για να πιέσει την Ελλάδα, αλλά (κυρίως, αναφέρουν γιουγκοσλαβικές πηγές) για να απαλλαγεί από τη βουλγαρική πίεση προς μια ομάδα ανθρώπων που θεωρούνταν συγγενείς γλωσσικά, λαογραφικά, ακόμα και θρησκευτικά.
Οι Βούλγαροι κατ’ αρχάς εκμεταλλεύθηκαν την ομοιότητα της γλώσσας που μιλούσαν οι σλαβόφωνοι της περιοχής με τη δική τους για να τους οικειοποιηθούν εντελώς, άλλοτε με το καλό κι άλλοτε με το άγριο. Οι Βούλγαροι θεωρούν το «Μακεδόνας» έναν τοπογραφικό προσδιορισμό της φυλής τους, όπως κι εμείς άλλωστε. Έκτοτε το θέμα «μακεδονική εθνότητα» είναι περισσότερο αντικείμενο συμφερόντων παρά συνείδησης.
Τίτο-Ντιμιτρόφ
Τι εννοούμε; Τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γιουγκοσλάβοι και Βούλγαροι προσπάθησαν να έχουν κοινή στάση στο θέμα αναγνώρισης της εθνικότητας αυτών των ανθρώπων. Η συμφωνία Τίτο-Ντιμιτρόφ το 1947 προέβλεπε αναγνώριση της «μακεδονικής» εθνότητας στη Βουλγαρία (υπό το άγρυπνο μάτι και την πίεση τη ΕΣΣΔ, η οποία εξέταζε μέχρι και το ενδεχόμενο ένωσης των δύο χωρών)!
Κατά την απογραφή του 1956, ακριβώς 178.862 άνθρωποι στην περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ (το βουλγαρικό κομμάτι της Μακεδονίας) δήλωσαν «Μακεδόνες». Μετά την διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των δύο το 1958 η πολιτική άλλαξε. Το 1965 στην απογραφή καταγράφηκαν μόνο 9.632 «Μακεδόνες» στην περιοχή, μείωση κατά 95% του πληθυσμού πριν ακριβώς 10 χρόνια! Είναι φανερό ότι κάποιοι πείστηκαν να αλλάξουν μυαλά και ταμπέλες…
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Sport της Κυριακής, 14.01.18)
ζήτημα. Την απάντηση τη δίνει η μελέτη της ιστορίας όπως τη διηγούνται οι γείτονες. Όχι απαραιτήτως αυτοί οι σλαβικής καταγωγής άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες», αλλά οι έτεροι διεκδικητές αυτής της περιοχής, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Για τους οποίους το «μακεδονικό» υπήρξε επίσης αγκάθι, άσχετα αν οι Γιουγκοσλάβοι κατάφεραν να το μετατρέψουν από μειονέκτημα σε μέσο πίεσης και οι Βούλγαροι να το εξαλείψουν εντελώς.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε ότι ο όρος «Μακεδονία» ήταν επί αιώνες ασαφής (αφού δεν υπήρξε διοικητική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μ’ αυτό το όνομα), κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της αυτής καθ’ αυτής περιοχής που δικαιούται να ονομάζεται «Μακεδονία». Είθισται να λέγονται έτσι οι περιοχές που αποτελούσαν τα βιλαέτια (οθωμανικές διοικητικές περιφέρειες) Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσόβου. Αυτά χάθηκαν για τους Οθωμανούς στους Βαλκανικούς Πολέμους, αυτά μοιράστηκαν στις νικήτριες χώρες με συγκεκριμένα ποσοστά (Ελλάδα 51%, Σερβία 38%, Βουλγαρία 9%).
Η εξέλιξη των πραγμάτων στο ελληνικό κομμάτι αυτού που ονομάστηκε Μακεδονίας είναι γνωστή λίγο ως πολύ. Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι στα πρώτα χρόνια και μέχρι τις συνθήκες περί ανταλλαγής πληθυσμών, αλλά και τη συρροή εκατοντάδων χιλιάδων ελληνόφωνων μικρασιατών προσφύγων στα μακεδονικά χώματα (μετά το 1922), η εθνολογική σύνθεση της περιοχής δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε μεν, αλλά όχι συντριπτικά. Αυτό έγινε αργότερα.
Τι έκαναν οι άλλοι; Ας ξεκινήσουμε από τους Γιουγκοσλάβους, που εξαρχής θεώρησαν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς στα νότια σύνορά τους ως… παραφωνία, που θα διορθωθεί με τον καιρό. Τα οθωμανικά εδάφη που προσαρτήθηκαν στο σερβικό βασίλειο το 1913 απέκτησαν αρχικά το όνομα «Νότια Σερβία», αν και οι Σέρβοι ήταν μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού (πλειοψηφούσαν οι σλαβόφωνοι και οι αλβανόφωνοι στο Κόσοβο). Και φυσικά το κράτος που δημιουργήθηκε το 1918 ονομάστηκε «Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», ούτε «Μακεδόνες» υπήρχαν, ούτε «Βόσνιοι», ούτε «Μαυροβούνιοι» (που ακόμη και σήμερα θεωρούνται παρακλάδι των Σέρβων), ούτε και «Αλβανοί».
Ο «Βαρντάσκα»
Το 1922 έγινε νέα διοικητική ανασυγκρότηση, όπου το βασίλειο χωρίστηκε σε 33 νομούς (όμπλαστ), τρία εκ των οποίων αποτελούσαν την γνωστή μας περιοχή (Μπίτολα, Σκόπια, Μπρεγκάλνιτσα). Το 1929 ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απηυδισμένος από τον κροατικό εθνικισμό κυρίως, διέλυσε τη βουλή, ανέλαβε δικτατορικές εξουσίες κι αποφάσισε νέα διοικητική αναδιάρθρωση: Η χώρα χωρίστηκε σε εννέα περιοχές (μπανόβινας), οι οποίες σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να μην έχουν καμία σχέση ούτε με τα προπολεμικά σύνορα, ούτε να αντιστοιχούν σε εθνότητες. Για να είναι και τελείως ουδέτερες, οι περιοχές πήραν τα ονόματα ποταμών που τις διέτρεχαν, εξ ου και το «Βαρντάρσκα» στην πιο νότια απ’ αυτές. Βαρδάρης, όπως είναι γνωστό, λέγεται ο Αξιός.
Οι προσπάθειες να… εκσερβιστεί ο νότιος πληθυσμός δεν απέδωσαν, η περιοχή των Σκοπίων χωρίστηκε μεταξύ (φιλοναζιστικής) Βουλγαρίας και (υπό την Ιταλία) Αλβανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την παλινόρθωση των συνόρων, ο Τίτο βρέθηκε με μια ενοχλητική μειονότητα. Το νότιο κομμάτι της χώρας του δεν το ονόμασε «Μακεδονία» μόνο για να πιέσει την Ελλάδα, αλλά (κυρίως, αναφέρουν γιουγκοσλαβικές πηγές) για να απαλλαγεί από τη βουλγαρική πίεση προς μια ομάδα ανθρώπων που θεωρούνταν συγγενείς γλωσσικά, λαογραφικά, ακόμα και θρησκευτικά.
Οι Βούλγαροι κατ’ αρχάς εκμεταλλεύθηκαν την ομοιότητα της γλώσσας που μιλούσαν οι σλαβόφωνοι της περιοχής με τη δική τους για να τους οικειοποιηθούν εντελώς, άλλοτε με το καλό κι άλλοτε με το άγριο. Οι Βούλγαροι θεωρούν το «Μακεδόνας» έναν τοπογραφικό προσδιορισμό της φυλής τους, όπως κι εμείς άλλωστε. Έκτοτε το θέμα «μακεδονική εθνότητα» είναι περισσότερο αντικείμενο συμφερόντων παρά συνείδησης.
Τίτο-Ντιμιτρόφ
Τι εννοούμε; Τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γιουγκοσλάβοι και Βούλγαροι προσπάθησαν να έχουν κοινή στάση στο θέμα αναγνώρισης της εθνικότητας αυτών των ανθρώπων. Η συμφωνία Τίτο-Ντιμιτρόφ το 1947 προέβλεπε αναγνώριση της «μακεδονικής» εθνότητας στη Βουλγαρία (υπό το άγρυπνο μάτι και την πίεση τη ΕΣΣΔ, η οποία εξέταζε μέχρι και το ενδεχόμενο ένωσης των δύο χωρών)!
Κατά την απογραφή του 1956, ακριβώς 178.862 άνθρωποι στην περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ (το βουλγαρικό κομμάτι της Μακεδονίας) δήλωσαν «Μακεδόνες». Μετά την διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των δύο το 1958 η πολιτική άλλαξε. Το 1965 στην απογραφή καταγράφηκαν μόνο 9.632 «Μακεδόνες» στην περιοχή, μείωση κατά 95% του πληθυσμού πριν ακριβώς 10 χρόνια! Είναι φανερό ότι κάποιοι πείστηκαν να αλλάξουν μυαλά και ταμπέλες…
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Sport της Κυριακής, 14.01.18)
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.