ΤΟ «1968» ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ – ΟΙ ΑΝΑΠΟΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑ- ΓΩΝΙΣΤΕΣ, ΟΙ ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΣΚΗΝΕΣ, ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ – ΑΚΟΜΑ, ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΘΥΜΗΤΑΡΙ
Το «1968» αυτές τις μέρες κάνει, πιθανόν, τους τελευταίους γύρους θριάμβου στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι προβολές γίνονται, συνήθως, απογευματινές ώρες –μία από αυτές αρχίζει στις 5– κάτι που σημαίνει…
τρέξτε να προλάβετε, αξίζει. Η ίδια η ταινία, πάντως, πρόλαβε να κάνει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι εξαιρετικά πολύτιμο. Να παγιδεύσει, δηλαδή, στον ψηφιακό κόσμο του σινεμά τον ζωντανό λόγο της Ιστορίας πριν έρθουν οι αποχωρήσεις ζώντων ηρώων. Η τεράστια επιτυχία της ΑΕΚ και του ελληνικού αθλητισμού (αλλά, ακόμα, και του Έλληνα φίλαθλου που άφησε τη μοναδική εικόνα ενός κατάμεστου σε αγώνα μπάσκετ ανοικτού Σταδίου 70 και πλέον χιλιάδων θέσεων), παραδόθηκε στο μέλλον σαν κιβωτός της ιστορικής μνήμης. Η ταινία σώζει τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών τού έπους –ακόμα και Τσέχων της Σλάβια Πράγας–, και άλλων που έζησαν την εποχή. Πλέον ο άθλος δεν θα υπάρχει μόνο στα παλιά σώματα των εφημερίδων. Θα υπάρχει μετά από χρόνια και με ζώσα εικόνα ανθρώπων που είναι ακόμα εδώ για να θυμηθούν και να περιγράψουν. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ένας από τους πρωταγωνιστές που μιλάει στην ταινία για τον άθλο, ο Πέτρος Πετράκης, έχει φύγει από τη ζωή, το 2016, αλλά ο Τάσος Μπουλμέτης πρόλαβε να καταγράψει τις αφηγήσεις του και να τις αφήσει παρακαταθήκη μαζί με όλο το υλικό που συγκέντρωσε.
Ζωντανεύοντας μια εποχή
Η ύπαρξη, πλέον, ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της ταινίας που χρηματοδοτήθηκε κατά βάση από τον ηγέτη της μπασκετικής ΑΕΚ, τον Μάκη Αγγελόπουλο. Και γι’ αυτό ο ελληνικός αθλητισμός, ο ελληνικός κινηματογράφος και η Ιστορία –όχι μόνο η αθλητική– θα ευγνωμονούν τον Αγγελόπουλο, τον Μπουλμέτη και όλους τους συντελεστές που κατέγραψαν τις μεγαλειώδεις στιγμές και αποτύπωσαν στα απόνερά τους ολόκληρη εποχή.
Από εκεί και πέρα όλα τα άλλα έχουν δευτερεύουσα σημασία, αλλά σε καμιά περίπτωση μικρή αξία. Το «1968» είναι σοφά δομημένο, αξιοποιεί ένα πλήθος από αρχειακό υλικό, διατρέχεται αποσπασματικά από τη μαυρόασπρη κινηματογραφική ταινία που συγχρονίζεται στις εικόνες της με τη ραδιοφωνική ιστορική μετάδοση του Γιώργου Γεωργίου, και διανθίζεται από σκηνές μυθοπλασίας, με έξυπνα ευρήματα, χιουμοριστικούς διαλόγους, ιστορικές αναφορές που αναπλάθουν το κλίμα της εποχής. Ο Μπουλμέτης έφτιαξε μια πολυεπίπεδη ταινία με κεντρικό πυρήνα τον αθλητικό άθλο, αλλά περιτριγυρισμένο με πάμπολλες αναφορές. Μια τεράστια παρέλαση δεδομένων κατακλύζει τον θεατή, ακόμα και με πολύ μικρές λεπτομέρειες. Είναι:
** η Μικρασία και ο ξεριζωμός
** το γκρίζο πολιτικό κλίμα της εποχής,
** οι προσφυγικές γειτονιές,
** τα μπουζούκια της δεκαετίας,
** οι Ολύμπιανς,
** τα νεανικά πάρτι,
** οι ναοί ονείρων της φτωχολογιάς που ήταν τα ΠΡΟ-ΠΟτζίδικα του '60,
** η χούντα με τους χαφιέδες της,
** η εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα,
** ο Μάης του '68,
** το ιστορικό ξενοδοχείο «Απέργης» στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς (ιστορικό για τις μάχες που έγιναν εκεί ανάμεσα σε Βρετανούς στρατιώτες και τμήματα του ΕΛΑΣ –μάχες που άφησαν σημάδια για δεκαετίες σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους που δεν επισκευαζόταν, προφανώς για να θυμίζει τα γεγονότα του ’44),
** οι μαθήτριες με τις ποδιές που έτρεχαν κάτω από τα μπαλκόνια τού «Απέργης» για να δείξουν στους παίκτες τής ΑΕΚ τις καλτσοδέτες τους, να τους κορτάρουν και, ακόμα, να φιληθούν μαζί τους,
** τα χαμηλοτάβανα λεωφορεία Σκάνια Βάμπις και Βόλβο που δεν χωρούσαν τον μαθητή Τρόντζο και γι αυτό πήγαινε καθημερινά στο σχολείο με τα πόδια,
** οι εισπράκτορες του ΚΤΕΛ –ξεχωριστές φιγούρες και αυτοί μιας ολόκληρης περιόδου,
** η κορδέλα του πένθους στο μπράτσο του αντρικού σακακιού, κάτι που έχει εκλείψει σήμερα (προφανώς ο σκηνοθέτης ήθελε να βάλει και αυτή την μικρή πινελιά στοιχείων εποχής στον πίνακα του ή, ακόμη, να δώσει έναν συμβολισμό για τους πρωταγωνιστές της μεγάλης ΑΕΚ που δεν υπάρχουν πια –τον Γιώργο Μόσχο και τους άλλους),
** μια σειρά από τύπους συσκευών ραδιοφώνου με τις λυχνίες, τις «λάμπες» όπως τις έλεγε ο απλός κόσμος. Ήταν ραδιόφωνα «παγκοσμίου λήψεως» αλλά που τα καρπάζωνες όταν είχαν παράσιτα και αμέσως η φωνή τους ερχόταν στα ίσια!
Πολλές οι ψηφίδες μνήμης της ταινίας. Ψηφίδες επιλεγμένες και τοποθετημένες σχολαστικά από τον Τάσο Μπουλμέτη για να φτιάξει τελικά αυτήν τη μεγάλη κινηματογραφική τοιχογραφία που προσφέρεται στους μελλοντικούς ερευνητές.
Δυο σκηνές με γέλιο
Από τις πολλές δραματοποιημένες σκηνές (σε μια από τις οποίες βλέπουμε τον Γιώργο Μητσικώστα ως... Γιώργο Μητσικώστα, σοβαρό και όχι ως μίμο) προσωπικά ξεχώρισα τις δύο ξεκαρδιστικές στο Γραφείο Τελετών. Στην πρώτη ο τελετάρχης Αντώνης Αντωνίου δηλώνει αδυναμία να παραλάβει από το σπίτι της την τεθνεούσα επειδή εκείνη την ώρα ακούει εναγωνίως τη ραδιοφωνική μετάδοση τον αγώνα και, ακόμα, επειδή προβλέπει ότι αμέσως μετά τη λήξη θα γεμίσουν οι δρόμοι από κόσμο πανηγυρίζοντας τη νίκη, την οποία ο ίδιος θεωρούσε σίγουρη. Στη δεύτερη, δυο παράγοντες προσπαθούν να τον πείσουν να περάσει τη νεκροφόρα, δήθεν τυχαία, έξω από το «Απέργης» για να βγει το γούρι του Γιώργου Αμερικάνου, που πάντα πριν από τα παιχνίδια έπαιρνε τους δρόμους ψάχνοντας νεκροφόρα για να τη δει και έτσι να έχει το βράδυ σίγουρη τη νίκη. Και πράγματι, το αυτοκίνητο περνάει με το μακάβριο φορτίο του από το ξενοδοχείο, στολισμένο με άσπρες κορδέλες και κορνάροντας σαν να πήγαινε σε γάμο, όπως είχαν ζητήσει οι δυο παράγοντες. (Βέβαια το περιστατικό δεν είναι αναπαράσταση πραγματικού γεγονότος, αλλά μια εικασία του σεναριογράφου και σκηνοθέτη για το τι μπορεί να γινόταν σήμερα με την πονηριά των σύγχρονων παραγόντων).
Το «1968» πληροφορεί, διδάσκει, διακωμωδεί, συγκινεί, διασκεδάζει. Είναι μια ταινία κάθε άλλο παρά αποκλειστικά για άντρες και, σίγουρα, όχι μόνο για φιλάθλους. Μια ταινία ιστορικής μνήμης που ξεφεύγει από το ακαδημαϊκό ντοκιμαντέρ χωρίς να προδίδει τον στόχο της που είναι, πρώτα και κύρια, η αναδρομή σε ένα σπουδαίο αθλητικό γεγονός και σε όσα συνέβαιναν γύρω από αυτό.
Ένα δημοσιογραφικό θυμητάρι
Προσωπικά, η ταινία με έκανε να ανοίξω μια παλιά χάρτινη κούτα με φωτογραφίες και θυμητάρια για να αναζητήσω ένα πάνινο κιτρινόμαυρο σήμα με την ένδειξη «ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, ΑΕΚ-ΣΛΑΒΙΑ». Ήταν, υποθέτω, κάτι σαν διαπίστευση της εποχής που καρφίτσωναν στο στήθος τους οι συντάκτες που κάλυπταν τον αγώνα ή που, απλώς, είχαν προνομιούχο θέση στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Μου το πρόσφερε, πολλά χρόνια πριν, ο Άγης Βούρβουλης, ένας αγαπημένος δημοσιογράφος, αστυνομικός ρεπόρτερ κατά βάση, αλλά μαζί και αθλητικός συντάκτης με θητεία στην πολύ παλιά Αθλητική Ηχώ. Το ανασύρω από το προσωπικό «Κουτί της Ιστορίας» και το καταθέτω στη μνήμη του «κυρίου Άγη».
Δ.Β.
Το «1968» αυτές τις μέρες κάνει, πιθανόν, τους τελευταίους γύρους θριάμβου στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι προβολές γίνονται, συνήθως, απογευματινές ώρες –μία από αυτές αρχίζει στις 5– κάτι που σημαίνει…
τρέξτε να προλάβετε, αξίζει. Η ίδια η ταινία, πάντως, πρόλαβε να κάνει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι εξαιρετικά πολύτιμο. Να παγιδεύσει, δηλαδή, στον ψηφιακό κόσμο του σινεμά τον ζωντανό λόγο της Ιστορίας πριν έρθουν οι αποχωρήσεις ζώντων ηρώων. Η τεράστια επιτυχία της ΑΕΚ και του ελληνικού αθλητισμού (αλλά, ακόμα, και του Έλληνα φίλαθλου που άφησε τη μοναδική εικόνα ενός κατάμεστου σε αγώνα μπάσκετ ανοικτού Σταδίου 70 και πλέον χιλιάδων θέσεων), παραδόθηκε στο μέλλον σαν κιβωτός της ιστορικής μνήμης. Η ταινία σώζει τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών τού έπους –ακόμα και Τσέχων της Σλάβια Πράγας–, και άλλων που έζησαν την εποχή. Πλέον ο άθλος δεν θα υπάρχει μόνο στα παλιά σώματα των εφημερίδων. Θα υπάρχει μετά από χρόνια και με ζώσα εικόνα ανθρώπων που είναι ακόμα εδώ για να θυμηθούν και να περιγράψουν. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ένας από τους πρωταγωνιστές που μιλάει στην ταινία για τον άθλο, ο Πέτρος Πετράκης, έχει φύγει από τη ζωή, το 2016, αλλά ο Τάσος Μπουλμέτης πρόλαβε να καταγράψει τις αφηγήσεις του και να τις αφήσει παρακαταθήκη μαζί με όλο το υλικό που συγκέντρωσε.
Ζωντανεύοντας μια εποχή
Η ύπαρξη, πλέον, ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της ταινίας που χρηματοδοτήθηκε κατά βάση από τον ηγέτη της μπασκετικής ΑΕΚ, τον Μάκη Αγγελόπουλο. Και γι’ αυτό ο ελληνικός αθλητισμός, ο ελληνικός κινηματογράφος και η Ιστορία –όχι μόνο η αθλητική– θα ευγνωμονούν τον Αγγελόπουλο, τον Μπουλμέτη και όλους τους συντελεστές που κατέγραψαν τις μεγαλειώδεις στιγμές και αποτύπωσαν στα απόνερά τους ολόκληρη εποχή.
Από εκεί και πέρα όλα τα άλλα έχουν δευτερεύουσα σημασία, αλλά σε καμιά περίπτωση μικρή αξία. Το «1968» είναι σοφά δομημένο, αξιοποιεί ένα πλήθος από αρχειακό υλικό, διατρέχεται αποσπασματικά από τη μαυρόασπρη κινηματογραφική ταινία που συγχρονίζεται στις εικόνες της με τη ραδιοφωνική ιστορική μετάδοση του Γιώργου Γεωργίου, και διανθίζεται από σκηνές μυθοπλασίας, με έξυπνα ευρήματα, χιουμοριστικούς διαλόγους, ιστορικές αναφορές που αναπλάθουν το κλίμα της εποχής. Ο Μπουλμέτης έφτιαξε μια πολυεπίπεδη ταινία με κεντρικό πυρήνα τον αθλητικό άθλο, αλλά περιτριγυρισμένο με πάμπολλες αναφορές. Μια τεράστια παρέλαση δεδομένων κατακλύζει τον θεατή, ακόμα και με πολύ μικρές λεπτομέρειες. Είναι:
** η Μικρασία και ο ξεριζωμός
** το γκρίζο πολιτικό κλίμα της εποχής,
** οι προσφυγικές γειτονιές,
** τα μπουζούκια της δεκαετίας,
** οι Ολύμπιανς,
** τα νεανικά πάρτι,
** οι ναοί ονείρων της φτωχολογιάς που ήταν τα ΠΡΟ-ΠΟτζίδικα του '60,
** η χούντα με τους χαφιέδες της,
** η εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα,
** ο Μάης του '68,
** το ιστορικό ξενοδοχείο «Απέργης» στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς (ιστορικό για τις μάχες που έγιναν εκεί ανάμεσα σε Βρετανούς στρατιώτες και τμήματα του ΕΛΑΣ –μάχες που άφησαν σημάδια για δεκαετίες σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους που δεν επισκευαζόταν, προφανώς για να θυμίζει τα γεγονότα του ’44),
** οι μαθήτριες με τις ποδιές που έτρεχαν κάτω από τα μπαλκόνια τού «Απέργης» για να δείξουν στους παίκτες τής ΑΕΚ τις καλτσοδέτες τους, να τους κορτάρουν και, ακόμα, να φιληθούν μαζί τους,
** τα χαμηλοτάβανα λεωφορεία Σκάνια Βάμπις και Βόλβο που δεν χωρούσαν τον μαθητή Τρόντζο και γι αυτό πήγαινε καθημερινά στο σχολείο με τα πόδια,
** οι εισπράκτορες του ΚΤΕΛ –ξεχωριστές φιγούρες και αυτοί μιας ολόκληρης περιόδου,
** η κορδέλα του πένθους στο μπράτσο του αντρικού σακακιού, κάτι που έχει εκλείψει σήμερα (προφανώς ο σκηνοθέτης ήθελε να βάλει και αυτή την μικρή πινελιά στοιχείων εποχής στον πίνακα του ή, ακόμη, να δώσει έναν συμβολισμό για τους πρωταγωνιστές της μεγάλης ΑΕΚ που δεν υπάρχουν πια –τον Γιώργο Μόσχο και τους άλλους),
** μια σειρά από τύπους συσκευών ραδιοφώνου με τις λυχνίες, τις «λάμπες» όπως τις έλεγε ο απλός κόσμος. Ήταν ραδιόφωνα «παγκοσμίου λήψεως» αλλά που τα καρπάζωνες όταν είχαν παράσιτα και αμέσως η φωνή τους ερχόταν στα ίσια!
Πολλές οι ψηφίδες μνήμης της ταινίας. Ψηφίδες επιλεγμένες και τοποθετημένες σχολαστικά από τον Τάσο Μπουλμέτη για να φτιάξει τελικά αυτήν τη μεγάλη κινηματογραφική τοιχογραφία που προσφέρεται στους μελλοντικούς ερευνητές.
Δυο σκηνές με γέλιο
Από τις πολλές δραματοποιημένες σκηνές (σε μια από τις οποίες βλέπουμε τον Γιώργο Μητσικώστα ως... Γιώργο Μητσικώστα, σοβαρό και όχι ως μίμο) προσωπικά ξεχώρισα τις δύο ξεκαρδιστικές στο Γραφείο Τελετών. Στην πρώτη ο τελετάρχης Αντώνης Αντωνίου δηλώνει αδυναμία να παραλάβει από το σπίτι της την τεθνεούσα επειδή εκείνη την ώρα ακούει εναγωνίως τη ραδιοφωνική μετάδοση τον αγώνα και, ακόμα, επειδή προβλέπει ότι αμέσως μετά τη λήξη θα γεμίσουν οι δρόμοι από κόσμο πανηγυρίζοντας τη νίκη, την οποία ο ίδιος θεωρούσε σίγουρη. Στη δεύτερη, δυο παράγοντες προσπαθούν να τον πείσουν να περάσει τη νεκροφόρα, δήθεν τυχαία, έξω από το «Απέργης» για να βγει το γούρι του Γιώργου Αμερικάνου, που πάντα πριν από τα παιχνίδια έπαιρνε τους δρόμους ψάχνοντας νεκροφόρα για να τη δει και έτσι να έχει το βράδυ σίγουρη τη νίκη. Και πράγματι, το αυτοκίνητο περνάει με το μακάβριο φορτίο του από το ξενοδοχείο, στολισμένο με άσπρες κορδέλες και κορνάροντας σαν να πήγαινε σε γάμο, όπως είχαν ζητήσει οι δυο παράγοντες. (Βέβαια το περιστατικό δεν είναι αναπαράσταση πραγματικού γεγονότος, αλλά μια εικασία του σεναριογράφου και σκηνοθέτη για το τι μπορεί να γινόταν σήμερα με την πονηριά των σύγχρονων παραγόντων).
Το «1968» πληροφορεί, διδάσκει, διακωμωδεί, συγκινεί, διασκεδάζει. Είναι μια ταινία κάθε άλλο παρά αποκλειστικά για άντρες και, σίγουρα, όχι μόνο για φιλάθλους. Μια ταινία ιστορικής μνήμης που ξεφεύγει από το ακαδημαϊκό ντοκιμαντέρ χωρίς να προδίδει τον στόχο της που είναι, πρώτα και κύρια, η αναδρομή σε ένα σπουδαίο αθλητικό γεγονός και σε όσα συνέβαιναν γύρω από αυτό.
Ένα δημοσιογραφικό θυμητάρι
Προσωπικά, η ταινία με έκανε να ανοίξω μια παλιά χάρτινη κούτα με φωτογραφίες και θυμητάρια για να αναζητήσω ένα πάνινο κιτρινόμαυρο σήμα με την ένδειξη «ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, ΑΕΚ-ΣΛΑΒΙΑ». Ήταν, υποθέτω, κάτι σαν διαπίστευση της εποχής που καρφίτσωναν στο στήθος τους οι συντάκτες που κάλυπταν τον αγώνα ή που, απλώς, είχαν προνομιούχο θέση στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Μου το πρόσφερε, πολλά χρόνια πριν, ο Άγης Βούρβουλης, ένας αγαπημένος δημοσιογράφος, αστυνομικός ρεπόρτερ κατά βάση, αλλά μαζί και αθλητικός συντάκτης με θητεία στην πολύ παλιά Αθλητική Ηχώ. Το ανασύρω από το προσωπικό «Κουτί της Ιστορίας» και το καταθέτω στη μνήμη του «κυρίου Άγη».
Δ.Β.
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.