ΤΟ ROCK STORY ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ, ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Από το δεύτερο επίπεδο του Αργώ, όπου καταδύεσαι για παρακολουθήσεις παράσταση, αναδύονται αυτόν τον καιρό (και δεν ξέρω για πόσα τριήμερα ακόμα, από Δευτέρα έως Τετάρτη), οι δεκαετίες ολόκληρων γενεών. Είναι η ροκ μουσική τους, οι ψυχώσεις τους –μητρικές, πατρικές κι άλλες–, η ζωή μια εύπορης οικογένειας, που δεν μπορείς να την
πεις «τυπική» του ’60, του ’70 ή του ’80 (αλλά αντιπροσωπεύει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της), οι νεανικές αγωνίες της εποχής και τα αδιέξοδά τους, η συντηρητικότητα της κοινωνίας, η επαναστατικότητα της νεολαίας που όταν δεν έβρισκε καθαρές διεξόδους χανόταν στα βρώμικα σοκάκια της πρέζας, των χημικών ουσιών...
Το Rock Story της αγαπημένης φίλης Λείας Βιτάλη (υπάρχουν, άραγε, και μη αγαπημένοι φίλοι; Μπορεί και να υπάρχουν!) δεν καταγράφει απλώς τη ζωή ενός ροκ σταρ εκείνων των δεκαετιών, αλλά την ανατέμνει, την αναλύει, την τεμαχίζει και μας τη δίνει σε εικόνες, σε διαλόγους, σε ακτινογραφίες ψυχής και χαρακτήρων. Ο ροκ σταρ Λεό είναι ένας πολύ γνωστός, πολύ αγαπημένος και σπουδαίος τραγουδιστής εκείνων των δεκαετιών. Ένα είδωλο που έφυγε από τη ζωή στη δημιουργικό κομμάτι της νεότητας του άνδρα, στα 42 του (περνώντας μέσα από αυτά τα βρώμικα σοκάκια ώσπου να φτάσει στη μοιραία δόση ηρωίνης), αλλά η Λεία προσπαθεί να κρατηθεί διακριτικά μακριά από το όνομά του, γιατί δεν κάνει τυπική βιογραφία. Κάνει και τέτοια, αλλά μαζί κάνει βαθιά έρευνα (κοινωνική, δημοσιογραφική), αλλάζει τα ονόματα του δράματος και χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία μυθοπλασίας. Έτσι, ή περίπου έτσι, κινήθηκε και σε μια άλλη ιδιαίτερα επιτυχημένη θεατρική δουλειά, στο Ζεϊμπέκικο, που αφορούσε τη ζωή ενός μεγάλου λαϊκού τραγουδοποιού που δεν τον κατονόμαζε, αλλά εύκολα ο θεατής (ή ο αναγνώστης του έργου) καταλάβαινε ποιος ήταν.
Στο Rock Story οι χαρακτήρες είναι δομημένοι με λεπτομέρειες, σχεδιασμένοι με αποχρώσεις, βαθιά μελετημένοι. Είναι εξαιρετικά δοσμένα ακόμα και τα πρόσωπα που δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ιστορίας. Όπως:
** η αδελφή του κεντρικού ήρωα, η αδικημένη από τη συμπεριφορά της οικογένειάς της, η στωική και καλόψυχη Χρυσόφη (εξαιρετική η Δήμητρα Βαμβακάρη στο μονόλογό της για τη μονόπλευρη αγάπη της μάνας –εξαιρετική όχι μόνο εκεί) και
** η αγαπημένη του, η Γιασεμή (συγκλονιστική η Έλια Βεργανελάκη, επίσης στον δικό της μονόλογο, αλλά και σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα στην παραδοχή ότι έβγαλε από τα σπλάχνα της το παιδί που κυοφορούσε και το έκανε με την προτροπή της μάνας του «γιατί Λεό, δεν μπορεί ένα παιδί να είναι υγιές με τόση πρέζα»).
Βέβαια, η σπουδαία –στα όρια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης– σκιαγράφηση χαρακτήρα είναι εκείνη της μητέρας του ροκ σταρ, της Ζαχαρένιας, την οποία ζωντανεύει στη σκηνή η Αιμιλία Υψηλάντη. Την υποδύεται με όσες λεπτές αποχρώσεις απαιτεί ο νοσηρός χαρακτήρας της –που, ίσως, είναι η βασική πηγή της νοσηρότητας που τροφοδοτεί αυτήν την οικογένεια. Η κυρία Υψηλάντη αποδίδει εξαιρετικά την, ουσιαστικά, ψυχικά άρρωστη γυναίκα (κι αργότερα και σωματικά) που ζει στον δικό της κόσμο προσπαθώντας να αφομοιώσει τον γιο της –και έως ένα σημείο το πετυχαίνει. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που ο ίδιος, όταν μετά τον θάνατό της του λένε ότι ξέρουν ότι του λείπει, εκείνος απαντά: «Δεν κατάλαβες, εγώ της λείπω». Πολύ καλή –και σε ορισμένες στιγμές εξαιρετική– και στα διαλογικά μέρη και στα μουσικά, όσες φορές χρειάστηκε να ντύσει τον ρόλο της και με τραγούδι. Η Ζαχαρένια είναι μια μάνα τραγική και καταλυτική μαζί για τη ζωή των παιδιών της, καταπιεστική και ονειροπόλα. Καταστροφική για τον εαυτό της, το ίδιο και για τα παιδιά της. Ισοπεδωτική για την κόρη (στα παιδικά της χρόνια τη σταμάτησε από τον χορό, που λάτρευε, επειδή κάποια στιγμή θα έσπαγε, λέει, το πόδι της!) και μοιραία για τον γιο της, τον οποίο ήθελε να αγαπά μόνο αυτή και κανείς άλλος. Συνεπικουρούσε, ουσιαστικά, στο καταστροφικό πάθος του, δεν ήθελε να έρθει στον κόσμο το παιδί του γιατί «τα παιδιά δεν μπορεί να έχουν παιδιά» και κατά βάθος ο Λεό «ήταν εκείνος που εκείνη ήθελε να γίνει»!
Ο πατέρας της οικογένειας, ο Μανώλης (σωστός, συγκινητικός, υπέροχος υποκριτικά, αλλά τόσο εκνευριστικά και πειστικά στενοκέφαλος ως θεατρικός χαρακτήρας, ο Γιώργος Ζιώβας) είναι ο άλλος πόλος της καταστροφής του ήρωα. Καταπιεστικός, αρνητής, τιμωρητικός για τα παιδιά του, με παρωπίδες στις προτεραιότητες της ζωής. Έβλεπε μόνο λεφτά, χρέη, δάνεια, δουλειά, τράπεζες και ήθελε να πείσει πως το παν είναι η δύναμη, προφανώς εννοώντας την οικονομική, γιατί αυτή -η δύναμη- προσφέρει την πραγματική ελευθερία.
Πολύ καλός ως Λεό ο ταλαντούχος Βασίλης Παναγιωτίδης, που είχε βαρύ έργο: να συνδυάσει τραγούδι σε κλασικά ροκ κομμάτια που απέδωσε σε υψηλό επίπεδο (με φωνή και στιλ αυθεντικού ροκά) και ενσάρκωση του μοιραίου ήρωα, του εμβληματικού στο ροκ της Ελλάδας. Πέτυχε περισσότερο στον πρώτο τομέα, στον μουσικό. Εξαιρετική φωνή, με εναλλαγές πρόζας, σε αγγλικό (κυρίως) κι ελληνικό στίχο, σε υψηλούς και χαμηλούς τόνους –είτε με τη συνοδεία ηχογραφημένης μουσικής είτε ακαπέλα.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καραχισαρίδη, έδεσε αρμονικά μουσική, ζωντανή και ηχογραφημένη, φωτογραφίες, βίντεο μαζί με τα διαλογικά μέρη. Μπορεί να διατυπώνονται κάποιες ενστάσεις από θεατρικούς αναλυτές, προσωπικά όμως βρήκα τη δουλειά του πολύ καλή, ιδιαίτερα σε έναν δύσκολο και λιτό χώρο, χωρίς τεχνικές ευκολίες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη θα πρόσφερε στην ποιότητα της παράστασης, αν υπήρχαν στα ηχογραφημένα, αλλά και στα ζωντανά, περισσότερα ελληνικά ροκ κομμάτια του ήρωα, που ήταν και αντιπροσωπευτικά του.
Η ίδια –η ταπεινή μου γνώμη– αναζητά την κορυφαία από τις πολλές δυνατές σκηνές, την καπιτάλε:
** Είναι οι εξαιρετικοί μονόλογοι των δύο κοριτσιών, από την καρέκλα, απέναντι στο κοινό,.
** Είναι η στιγμή που ο Λεό βγάζει το σακάκι και τη γραβάτα, αυτά που νικημένος από την πατρική επιμονή έχει φορέσει για να αναλάβει ρόλο στο εργοστάσιο (τα τόσο αταίριαστα πάνω του), τα τυλίγει κυλινδρικά, σαν να είναι σώμα, και τα δίνει στον πατέρα: «Πάρε ΑΥΤΟΝ που θέλεις».
** Είναι η στιγμή που η Γιασεμή αποκαλύπτει στον Λεό ότι θα γίνει πατέρας, ο ενθουσιασμός εκείνου, κι αργότερα η αποκάλυψη ότι το παιδί δεν υπάρχει πια στην κοιλιά της.
** Είναι το συγκλονιστικό επεισόδιο πατέρα-γιου, τα χαστούκια που ανταλλάσσουν (σοκ, ανατριχίλα), η συμπλοκή τους, τα σκληρά λόγια: «είσαι αποτυχημένος» λέει ο γιος, «είσαι αλήτης» λέει ο πατέρας. Το ίδιο συγκλονιστικό λίγο αργότερα το φίλιωμα, η μεγάλη, σφιχτή αγκαλιά των δύο ανδρών, ίσως τη μοναδική φορά στην κοινή ζωή τους που είναι ενωμένοι.
ΟΜΩΣ: Η πιο δυνατή σκηνή είναι η στιγμή που η μητέρα, η Ζαχαρένια του, ζητάει από τον Λεό να τη γιατρέψει από την βαριά σωματική αρρώστια. Να τη γιατρέψει με τον τρόπο που «γιατρευόταν» εκείνος. Με μια ένεση στη φλέβα!
Θα τελειώσω αντιγράφοντας το μικρό βιαστικό σχόλιο που έκανα κάτω από μια ανάρτηση της Λείας Βιτάλη στο fb, την επόμενη της παράστασης που είδα. Ήταν μια σύνοψη των πρώτων, ακαταστάλαχτων ακόμα, εντυπώσεών μου:
«Ελπίζω κι εύχομαι οι παραστάσεις να συνεχιστούν και πέρα από τις προγραμματισμένες. Γιατί και πολύ κόσμο είχε το Αργώ, και άρεσε η παράσταση, και οι θεατές έβγαλαν τους ηθοποιούς, αν μετράω σωστά, τέσσερις φορές στον χαιρετισμό. (Μήπως και πέντε;) Ήταν όλοι εξαιρετικοί. Όπως και η σκηνοθεσία. Όπως και τα ζωντανά τραγούδια. Όπως οι επιλογές στα ηχογραφημένα. Όπως οι βιντεοσκοπημένες εικόνες. Η Λεία έκανε πάλι αυτό που πολύ καλά ξέρει: θέατρο-βιογραφία χωρίς να είναι η βιογραφία –ή τουλάχιστον όχι μόνο. Έρευνα και πέννα-σμίλη για χαρακτήρας βαθιά μελετημένους και άψογα δομημένους. Μαστόρισσα! Καλή συνέχεια να έχει».
Θα έχει…
Διον. Βραϊμάκης
** Αν βρίσκετε ενδιαφέρον το μπλογκ και θέλετε να εμφανίζονται στον τοίχο σας λίγα από τα θέματά του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ και κάντε like (φυσικά μόνο αν σας αρέσει.)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ (ΤΩΡΙΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ) ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΟΝ HARDDOG:
1) Μια καντίνα η Ελλάδα (Ένας Άγριος Σπόρος, ένα ελληνικό έργο, με ΠΟΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ)
2) Ασκήσεις απελπισίας (Ο συγκινητικός, ανθρώπινος, Πιραντέλο για τη ζωή και τον θάνατο)
3) Ο άνθρωπος που έβγαλε το μπουζούκι από τη φυλακή (Ο Μάρκος στη μεγάλη, στην εμβληματική, θεατρική Στοά του Παπαγεωργίου)
4) Επέτειος μια ιστορικής πρεμιέρας (Όταν ο Μπρεχτ άλλαξε το Θέατρο)
5) Μάθημα υποκριτικής στο Υπόγειο του Κουν
6) Ο Καραγάτσης πίσω από την κουρτίνα (Πήγαμε... Πορεία!)
7) Το χάος μεταξύ κοινού και κριτικών όταν το βλέπεις «Ψηλά από τη γέφυρα»
8) Αποθέωση Μάνου στο Μέγαρο, αλλά...
9) «ΕΓΩ, άσχετε, θα σε μάθω Θέατρο!»
10) Μια μάνα-Σίσυφος (πάμε και ξαναπάμε Vault)
11) Ένας Βασίλης που ξεπούλησε, ένας Πιραντέλο με πολύ ελληνικό χρώμα (όταν το Εθνικό κάνει sold out)
12) Αρχαίο δράμα με ποπκόρν; Δράμα!
13) Ο Πόλεμος στο δεύτερο υπόγειο του Θεάτρου Μουσικής
14) Το Εθνικό θέλει και μπορεί
** Αν βρίσκετε ενδιαφέρον το μπλογκ και θέλετε να εμφανίζονται στον τοίχο σας λίγα από τα θέματά του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ και κάντε like (φυσικά μόνο αν σας αρέσει.)
Από το δεύτερο επίπεδο του Αργώ, όπου καταδύεσαι για παρακολουθήσεις παράσταση, αναδύονται αυτόν τον καιρό (και δεν ξέρω για πόσα τριήμερα ακόμα, από Δευτέρα έως Τετάρτη), οι δεκαετίες ολόκληρων γενεών. Είναι η ροκ μουσική τους, οι ψυχώσεις τους –μητρικές, πατρικές κι άλλες–, η ζωή μια εύπορης οικογένειας, που δεν μπορείς να την
πεις «τυπική» του ’60, του ’70 ή του ’80 (αλλά αντιπροσωπεύει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της), οι νεανικές αγωνίες της εποχής και τα αδιέξοδά τους, η συντηρητικότητα της κοινωνίας, η επαναστατικότητα της νεολαίας που όταν δεν έβρισκε καθαρές διεξόδους χανόταν στα βρώμικα σοκάκια της πρέζας, των χημικών ουσιών...
Το Rock Story της αγαπημένης φίλης Λείας Βιτάλη (υπάρχουν, άραγε, και μη αγαπημένοι φίλοι; Μπορεί και να υπάρχουν!) δεν καταγράφει απλώς τη ζωή ενός ροκ σταρ εκείνων των δεκαετιών, αλλά την ανατέμνει, την αναλύει, την τεμαχίζει και μας τη δίνει σε εικόνες, σε διαλόγους, σε ακτινογραφίες ψυχής και χαρακτήρων. Ο ροκ σταρ Λεό είναι ένας πολύ γνωστός, πολύ αγαπημένος και σπουδαίος τραγουδιστής εκείνων των δεκαετιών. Ένα είδωλο που έφυγε από τη ζωή στη δημιουργικό κομμάτι της νεότητας του άνδρα, στα 42 του (περνώντας μέσα από αυτά τα βρώμικα σοκάκια ώσπου να φτάσει στη μοιραία δόση ηρωίνης), αλλά η Λεία προσπαθεί να κρατηθεί διακριτικά μακριά από το όνομά του, γιατί δεν κάνει τυπική βιογραφία. Κάνει και τέτοια, αλλά μαζί κάνει βαθιά έρευνα (κοινωνική, δημοσιογραφική), αλλάζει τα ονόματα του δράματος και χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία μυθοπλασίας. Έτσι, ή περίπου έτσι, κινήθηκε και σε μια άλλη ιδιαίτερα επιτυχημένη θεατρική δουλειά, στο Ζεϊμπέκικο, που αφορούσε τη ζωή ενός μεγάλου λαϊκού τραγουδοποιού που δεν τον κατονόμαζε, αλλά εύκολα ο θεατής (ή ο αναγνώστης του έργου) καταλάβαινε ποιος ήταν.
Στο Rock Story οι χαρακτήρες είναι δομημένοι με λεπτομέρειες, σχεδιασμένοι με αποχρώσεις, βαθιά μελετημένοι. Είναι εξαιρετικά δοσμένα ακόμα και τα πρόσωπα που δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ιστορίας. Όπως:
** η αδελφή του κεντρικού ήρωα, η αδικημένη από τη συμπεριφορά της οικογένειάς της, η στωική και καλόψυχη Χρυσόφη (εξαιρετική η Δήμητρα Βαμβακάρη στο μονόλογό της για τη μονόπλευρη αγάπη της μάνας –εξαιρετική όχι μόνο εκεί) και
** η αγαπημένη του, η Γιασεμή (συγκλονιστική η Έλια Βεργανελάκη, επίσης στον δικό της μονόλογο, αλλά και σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα στην παραδοχή ότι έβγαλε από τα σπλάχνα της το παιδί που κυοφορούσε και το έκανε με την προτροπή της μάνας του «γιατί Λεό, δεν μπορεί ένα παιδί να είναι υγιές με τόση πρέζα»).
Βέβαια, η σπουδαία –στα όρια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης– σκιαγράφηση χαρακτήρα είναι εκείνη της μητέρας του ροκ σταρ, της Ζαχαρένιας, την οποία ζωντανεύει στη σκηνή η Αιμιλία Υψηλάντη. Την υποδύεται με όσες λεπτές αποχρώσεις απαιτεί ο νοσηρός χαρακτήρας της –που, ίσως, είναι η βασική πηγή της νοσηρότητας που τροφοδοτεί αυτήν την οικογένεια. Η κυρία Υψηλάντη αποδίδει εξαιρετικά την, ουσιαστικά, ψυχικά άρρωστη γυναίκα (κι αργότερα και σωματικά) που ζει στον δικό της κόσμο προσπαθώντας να αφομοιώσει τον γιο της –και έως ένα σημείο το πετυχαίνει. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που ο ίδιος, όταν μετά τον θάνατό της του λένε ότι ξέρουν ότι του λείπει, εκείνος απαντά: «Δεν κατάλαβες, εγώ της λείπω». Πολύ καλή –και σε ορισμένες στιγμές εξαιρετική– και στα διαλογικά μέρη και στα μουσικά, όσες φορές χρειάστηκε να ντύσει τον ρόλο της και με τραγούδι. Η Ζαχαρένια είναι μια μάνα τραγική και καταλυτική μαζί για τη ζωή των παιδιών της, καταπιεστική και ονειροπόλα. Καταστροφική για τον εαυτό της, το ίδιο και για τα παιδιά της. Ισοπεδωτική για την κόρη (στα παιδικά της χρόνια τη σταμάτησε από τον χορό, που λάτρευε, επειδή κάποια στιγμή θα έσπαγε, λέει, το πόδι της!) και μοιραία για τον γιο της, τον οποίο ήθελε να αγαπά μόνο αυτή και κανείς άλλος. Συνεπικουρούσε, ουσιαστικά, στο καταστροφικό πάθος του, δεν ήθελε να έρθει στον κόσμο το παιδί του γιατί «τα παιδιά δεν μπορεί να έχουν παιδιά» και κατά βάθος ο Λεό «ήταν εκείνος που εκείνη ήθελε να γίνει»!
Ο πατέρας της οικογένειας, ο Μανώλης (σωστός, συγκινητικός, υπέροχος υποκριτικά, αλλά τόσο εκνευριστικά και πειστικά στενοκέφαλος ως θεατρικός χαρακτήρας, ο Γιώργος Ζιώβας) είναι ο άλλος πόλος της καταστροφής του ήρωα. Καταπιεστικός, αρνητής, τιμωρητικός για τα παιδιά του, με παρωπίδες στις προτεραιότητες της ζωής. Έβλεπε μόνο λεφτά, χρέη, δάνεια, δουλειά, τράπεζες και ήθελε να πείσει πως το παν είναι η δύναμη, προφανώς εννοώντας την οικονομική, γιατί αυτή -η δύναμη- προσφέρει την πραγματική ελευθερία.
Πολύ καλός ως Λεό ο ταλαντούχος Βασίλης Παναγιωτίδης, που είχε βαρύ έργο: να συνδυάσει τραγούδι σε κλασικά ροκ κομμάτια που απέδωσε σε υψηλό επίπεδο (με φωνή και στιλ αυθεντικού ροκά) και ενσάρκωση του μοιραίου ήρωα, του εμβληματικού στο ροκ της Ελλάδας. Πέτυχε περισσότερο στον πρώτο τομέα, στον μουσικό. Εξαιρετική φωνή, με εναλλαγές πρόζας, σε αγγλικό (κυρίως) κι ελληνικό στίχο, σε υψηλούς και χαμηλούς τόνους –είτε με τη συνοδεία ηχογραφημένης μουσικής είτε ακαπέλα.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καραχισαρίδη, έδεσε αρμονικά μουσική, ζωντανή και ηχογραφημένη, φωτογραφίες, βίντεο μαζί με τα διαλογικά μέρη. Μπορεί να διατυπώνονται κάποιες ενστάσεις από θεατρικούς αναλυτές, προσωπικά όμως βρήκα τη δουλειά του πολύ καλή, ιδιαίτερα σε έναν δύσκολο και λιτό χώρο, χωρίς τεχνικές ευκολίες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη θα πρόσφερε στην ποιότητα της παράστασης, αν υπήρχαν στα ηχογραφημένα, αλλά και στα ζωντανά, περισσότερα ελληνικά ροκ κομμάτια του ήρωα, που ήταν και αντιπροσωπευτικά του.
Η ίδια –η ταπεινή μου γνώμη– αναζητά την κορυφαία από τις πολλές δυνατές σκηνές, την καπιτάλε:
** Είναι οι εξαιρετικοί μονόλογοι των δύο κοριτσιών, από την καρέκλα, απέναντι στο κοινό,.
** Είναι η στιγμή που ο Λεό βγάζει το σακάκι και τη γραβάτα, αυτά που νικημένος από την πατρική επιμονή έχει φορέσει για να αναλάβει ρόλο στο εργοστάσιο (τα τόσο αταίριαστα πάνω του), τα τυλίγει κυλινδρικά, σαν να είναι σώμα, και τα δίνει στον πατέρα: «Πάρε ΑΥΤΟΝ που θέλεις».
** Είναι η στιγμή που η Γιασεμή αποκαλύπτει στον Λεό ότι θα γίνει πατέρας, ο ενθουσιασμός εκείνου, κι αργότερα η αποκάλυψη ότι το παιδί δεν υπάρχει πια στην κοιλιά της.
** Είναι το συγκλονιστικό επεισόδιο πατέρα-γιου, τα χαστούκια που ανταλλάσσουν (σοκ, ανατριχίλα), η συμπλοκή τους, τα σκληρά λόγια: «είσαι αποτυχημένος» λέει ο γιος, «είσαι αλήτης» λέει ο πατέρας. Το ίδιο συγκλονιστικό λίγο αργότερα το φίλιωμα, η μεγάλη, σφιχτή αγκαλιά των δύο ανδρών, ίσως τη μοναδική φορά στην κοινή ζωή τους που είναι ενωμένοι.
ΟΜΩΣ: Η πιο δυνατή σκηνή είναι η στιγμή που η μητέρα, η Ζαχαρένια του, ζητάει από τον Λεό να τη γιατρέψει από την βαριά σωματική αρρώστια. Να τη γιατρέψει με τον τρόπο που «γιατρευόταν» εκείνος. Με μια ένεση στη φλέβα!
Θα τελειώσω αντιγράφοντας το μικρό βιαστικό σχόλιο που έκανα κάτω από μια ανάρτηση της Λείας Βιτάλη στο fb, την επόμενη της παράστασης που είδα. Ήταν μια σύνοψη των πρώτων, ακαταστάλαχτων ακόμα, εντυπώσεών μου:
«Ελπίζω κι εύχομαι οι παραστάσεις να συνεχιστούν και πέρα από τις προγραμματισμένες. Γιατί και πολύ κόσμο είχε το Αργώ, και άρεσε η παράσταση, και οι θεατές έβγαλαν τους ηθοποιούς, αν μετράω σωστά, τέσσερις φορές στον χαιρετισμό. (Μήπως και πέντε;) Ήταν όλοι εξαιρετικοί. Όπως και η σκηνοθεσία. Όπως και τα ζωντανά τραγούδια. Όπως οι επιλογές στα ηχογραφημένα. Όπως οι βιντεοσκοπημένες εικόνες. Η Λεία έκανε πάλι αυτό που πολύ καλά ξέρει: θέατρο-βιογραφία χωρίς να είναι η βιογραφία –ή τουλάχιστον όχι μόνο. Έρευνα και πέννα-σμίλη για χαρακτήρας βαθιά μελετημένους και άψογα δομημένους. Μαστόρισσα! Καλή συνέχεια να έχει».
Θα έχει…
Διον. Βραϊμάκης
** Αν βρίσκετε ενδιαφέρον το μπλογκ και θέλετε να εμφανίζονται στον τοίχο σας λίγα από τα θέματά του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ και κάντε like (φυσικά μόνο αν σας αρέσει.)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ (ΤΩΡΙΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ) ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΟΝ HARDDOG:
1) Μια καντίνα η Ελλάδα (Ένας Άγριος Σπόρος, ένα ελληνικό έργο, με ΠΟΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ)
2) Ασκήσεις απελπισίας (Ο συγκινητικός, ανθρώπινος, Πιραντέλο για τη ζωή και τον θάνατο)
3) Ο άνθρωπος που έβγαλε το μπουζούκι από τη φυλακή (Ο Μάρκος στη μεγάλη, στην εμβληματική, θεατρική Στοά του Παπαγεωργίου)
4) Επέτειος μια ιστορικής πρεμιέρας (Όταν ο Μπρεχτ άλλαξε το Θέατρο)
5) Μάθημα υποκριτικής στο Υπόγειο του Κουν
6) Ο Καραγάτσης πίσω από την κουρτίνα (Πήγαμε... Πορεία!)
7) Το χάος μεταξύ κοινού και κριτικών όταν το βλέπεις «Ψηλά από τη γέφυρα»
8) Αποθέωση Μάνου στο Μέγαρο, αλλά...
9) «ΕΓΩ, άσχετε, θα σε μάθω Θέατρο!»
10) Μια μάνα-Σίσυφος (πάμε και ξαναπάμε Vault)
11) Ένας Βασίλης που ξεπούλησε, ένας Πιραντέλο με πολύ ελληνικό χρώμα (όταν το Εθνικό κάνει sold out)
12) Αρχαίο δράμα με ποπκόρν; Δράμα!
13) Ο Πόλεμος στο δεύτερο υπόγειο του Θεάτρου Μουσικής
14) Το Εθνικό θέλει και μπορεί
** Αν βρίσκετε ενδιαφέρον το μπλογκ και θέλετε να εμφανίζονται στον τοίχο σας λίγα από τα θέματά του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ και κάντε like (φυσικά μόνο αν σας αρέσει.)
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.