ΕΝΑΣ ΑΓΡΙΟΣ ΣΠΟΡΟΣ, ΕΝΑΣ ΡΟΛΟΣ, ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
Στις παρυφές της Λένορμαν, στο δημιουργικό Επί Κολωνώ, ένα θέατρο-προσφορά στον Πολιτισμό, εδώ και τέσσερις χειμερινές θεατρικές περιόδους ζωντανεύει στη σκηνή με τον Άγριο Σπόρο του Γιάννη
Τσίρου, η εικόνα από ένα κομμάτι της σημερινής Ελλάδας. Της Ελλάδας των μικροκομπιναδόρων, των ευκαιρισάκηδων, των καταχρεωμένων, αλλά και της Ελλάδας των καταπιεσμένων απ' τους Ευρωπαίους αρωγούς (φίλους που ενίοτε δαγκώνουν). Της Ελλάδας όλων αυτών που προσπαθούν να επιβιώσουν, να μείνουν στην επιφάνεια, να τη βολέψουν, να τη βγάλουν και να μη βουλιάξουν.
Σε αυτήν την Ελλάδα ζει ο Σταύρος, καντινιέρης σε απόμερη ακτή, που διατηρεί μια... κάθετη επιχείρηση. Όλα τα κάνει μόνος του, όλα γίνονται εκεί, στην οικογενειακή επιχείρηση. Αυτός εκτρέφει γουρούνια, μάλιστα με ανορθόδοξο τρόπο (κάποιες φορές ταΐζοντάς τα και με γουρουνίσιο κρέας απ' τα αποφάγια), αυτός τα σφάζει, αυτός τα τεμαχίζει, αυτός τα κόβει σε μικρά κομμάτια για να τα κάνει σουβλάκια, περνώντας τα μετά στα καλαμάκια η Χαρούλα, η κόρη του, αυτός τα ψήνει, αυτός τα πουλάει στους ξένους που έρχονται να κολυμπήσουν στην ακτή του και τους τα σερβίρει πάνω σε λιγδιασμένα τραπεζομάντιλα, γιατί, ρε Χαρούλα, «σιγά μην πάθουνε τίποτα, αυτοί τρώει ο ένας τον άλλον αμάσητο, η λίγδα θα τους βλάψει;»
Τον αντιπαθούμε, τον αγαπάμε...
Ο Σταύρος είναι σπουδαίος ρόλος. Ενσαρκώνει τον τύπο τού Έλληνα που αγαπάμε να κριτικάρουμε και λατρεύουμε να αντιπαθούμε, αλλά μπορεί να είμαστε εμείς οι ίδιοι ή τουλάχιστον να του μοιάζουμε, λίγο, πολύ ή απόλυτα. Σίγουρα, πάντως, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μαζί του κάποιο κοινό γονίδιο. Έτσι:
** Θεωρεί τους ξένους τουρίστες κορόιδα που θα φάνε ό,τι τους πασάρει (Χαρούλα, στο καλαμάκι «ένα ψαχνό, ένα παχάκι βάζε, ακούς; δεν θα πετάξουμε το μισό γουρούνι»).
** Λειτουργεί την καντίνα παράνομα γιατί ο, επίσης κομπιναδόρος, δήμαρχος δεν του βγάζει άδεια (και ας του έχει στοιχίσει ένα σωρό κοψίδια που τον κερνάει).
** Δεν κόβει αποδείξεις και το χοιροστάσιό του έχει ένα σωρό παρατυπίες.
Ξαφνικά, η εξαφάνιση ενός περιπλανώμενου νεαρού Γερμανού, αντισυμβατικού, ρομαντικού και φευγάτου, που του αρέσει να κολυμπάει γυμνός τα βράδια, να κοιμάται στο ύπαιθρο, να παίζει για ώρες φυσαρμόνικα (γιατί «νόμιζε ότι έτσι ηρεμεί τα κύματα», λέει η Χαρούλα), ανατρέπει την στρωμένη σε μικροαυθαιρεσίες ζωή τού Σταύρου και της κόρης του.
Ακτή που έγινε κάτι σαν πεδίο βολής
Η ακτή που δίνει ζωή στην καντίνα τού Σταύρου και μεροκάματο στον ίδιο, ανασκάπτεται κυριολεκτικά. «Πεδίο βολής την κάνανε», λέει ο καντινιέρης. Οι Γερμανοί απαγορεύουν την προσέγγιση για όλους (αλλά αφήνουν τους Γάλλους τουρίστες και τους Ολλανδούς παραθεριστές να πάνε στην ακτή) και ψάχνουν σπιθαμή προς σπιθαμή βυθίζοντας κοντάρια στην άμμο. Η βεβαιότητα του Γερμανού ειδικού, του Χέρμαν, που έχει έρθει επί τούτου από την πατρίδα του, ότι εκεί είναι θαμμένος νεκρός ο νεαρός, τους κάνει επίμονους και καταστροφικούς.
Οι υποψίες στρέφονται στον Σταύρο, επειδή είναι αγροίκος, σφαγέας, και έχει περιγράψει με λεπτομέρειες που σοκάρουν το πώς θανατώνει τα χοιρινά του (με μια τέτοια καταπληκτική περιγραφή αρχίζει το έργο). Στην αναζήτηση, αλλά και στις υποψίες –χωρίς ποτέ ευθέως να απαγγέλλεται κατηγορία κατά του καντινιέρη– συνασπίζονται με τους Γερμανούς ανακριτές/ερευνητές άλλοι Ευρωπαίοι φίλοι, δηλαδή τουρίστες ή ξένοι κάτοικοι της ακτής, Ολλανδοί (έχουν ιδιόκτητο σπίτι), Γάλλοι, Σουηδοί. Μαζί τους και ο ντόπιος νεαρός αστυνομικός, ο Τάκης, που έχει μεγαλώσει στο χωριό, πλάι στον Σταύρο. Αυτός τον κερνούσε παγωτά και γκαζόζες όταν ήταν παιδί, αυτός του έμαθε ποδήλατο και μπάνιο. Αλλά τώρα ο Τάκης παίρνει τις καταθέσεις μαρτύρων, και εν δυνάμει υπόπτων, εκτελεί εντολές του Γερμανού επικεφαλής των ερευνών και συντάσσεται μαζί του.
Κάνοντας τη ζωή τού Σταύρου ρημαδιό!
Ο Σταύρος υπομένει την κατάσταση ομηρίας του, άλλοτε με παροδικές εκρήξεις, άλλοτε ψύχραιμος και βέβαιος ότι θα αποδειχθεί ότι ο νεαρός Γερμανός –αρνητής της οικογενειακής του ευμάρειας και παιδί της φυγής–, έχει αναχωρήσει από τη ακτή και ότι όσο εκείνοι ερευνούν, παρουσία των γονιών του που έφτασαν επειγόντως από τη Γερμανία, αυτός βρίσκεται σε άλλη παραλία, σε άλλη πόλη, μπορεί και σε άλλη χώρα.
Ο Σταύρος προσπαθεί να τους πείσει ότι το παιδί έχει φύγει μόνο του από την περιοχή, αλλά μάταια. Αυτό ώς την στιγμή που και εκείνοι το παραδέχονται μετά από τις άκαρπες έρευνές τους και ύστερα από πληροφορίες ότι ο νεαρός κάπου αλλού έχει φανεί –στην Ισπανία ίσως!. Ώσπου να γίνει αυτό, όμως, έχουν ισοπεδώσει τη ζωή του Σταύρου: κατέστρεψαν την ακτή, έβαλαν αστυνομικά σκυλιά να ψάξουν στο σπίτι του, στο χωριό, κάνοντάς το λίμπα, άδειασαν ντουλάπες, αναποδογύρισαν συρτάρια, χύθηκαν στο πάτωμα χαρτιά με παλιές απλήρωτες κλήσεις της τροχαίας και ανεξόφλητους λογαριασμούς. Με δυο κουβέντες του το έκαναν ρημαδιό. Το χειρότερο απ' όλα: δόθηκε η εντολή να γκρεμιστεί η καντίνα-παράγκα.
Στο κέντρο του στόχου
Ο συγγραφέας, ο Γιάννης Τσίρος, με λόγο-ξυράφι (σπάνια οι ατάκες του ξεπερνούν τις 40-50 λέξεις), με ρυθμό, με χαρακτήρες εξαιρετικά δομημένους, με διαλόγους γεμάτους κοφτερό χιούμορ, έχει χτίσει κομμάτι κομμάτι ένα θαυμάσιο ελληνικό έργο που μιλάει για Έλληνες και τον καταλαβαίνουν ώς την ψίχα των νοημάτων του μόνο Έλληνες. Ένα έργο ωμού ρεαλισμού που βρίσκει το κέντρο του στόχου, δηλαδή να κεντρίσει το ενδιαφέρον, με την πρώτη του σκηνή, την περιγραφή της σφαγής του γουρουνιού. Και άλλοτε σφίγγει τον θεατή στο στήθος, άλλοτε τον πλημμυρίζει με αστείες και πικρές καταστάσεις ώς την τελευταία αισιόδοξη σκηνή, οπότε ο Σταύρος επιμένει, παρά την αμφισβήτηση της Χαρούλας («τελείωσε μπαμπά η καντίνα, πάει») να ξαναστήσει το «μαγαζί» του γιατί:
«Τίποτα δεν τελείωσε –τίποτε δεν πάει. Δεν ξέρουν με ποια ράτσα τα βάλανε. Ούτε που τους περνάει από τον νου. Θα τη φορτώσουμε στο αμάξι και θα πάμε να τη στήσουμε αλλού. Κι άμα μας διώξει από εκεί το θηρίο, αλλού. Και μετά πάλι αλλού».
Ποιο είδος είναι πιο άθλιο;
Στις αναλύσεις του προγράμματος από καταρτισμένους θεατρικά αναλυτές –αλλά και σε θεατρικές κριτικές– δεν γίνεται πουθενά συσχετισμός της υπόθεσης του έργου με τη σημερινή, τη μνημονιακή Ελλάδα, για την οποία μπορείς να πεις ότι αντιπροσωπεύεται, σε μια διασταλτική ερμηνεία, από την προβληματική καντίνα τού Σταυρού. Αλλά κατά τη γνώμη μου υπάρχει σαφής αλληγορία. Οι συνασπισμένοι Ευρωπαίοι (Γερμανοί, Γάλλοι, Ολλανδοί), ο καταχρεωμένος καντινιέρης, το ρήμαγμα της ακτής, η αναστάτωση του σπιτιού, οι όροι που θέτουν, η καχυποψία τους, οι εντολές στον Έλληνα αστυνομικό, πολύ εύκολα αντιστοιχίζονται με πρόσωπα και στοιχεία της σημερινής ελληνικής μνημονιακής πραγματικότητας. Όπως αντιστοιχίζεται το ερώτημα που θέτει ο Σταύρος στο άβουλο όργανο: «Ποιο είδος είναι άραγε πιο άθλιο; Αυτό που δίνει τις εντολές ή αυτό που τις υπακούει;»
Άγριος σπόρος
Στην ακροτελεύτια εικόνα του έργου ο Σταύρος απαγγέλλει στίχους με πάθος και νόημα: «Άγριος σπόρος φύτρωσε –σ’ ακρογιαλιά σε βράχο. Χίλιους ανθούς επέταξε – και άλλα χίλια αγκάθια… (…) Χιλιάδες προσπαθήσανε – να τον ξεριζώσουν. Μα σαν τονε ξερίζωναν – σκόρπιζαν χίλιοι σπόροι».
«Δεν αντέχουμε άλλο», του λέει ο Χαρούλα. «Αντέχουμε, μια ακρογιαλιά είναι όλη η χώρα. Παντού φυτρώνουμε» απαντάει ο Σταύρος πριν σβήσουν τα φώτα στη σκηνή.
Εν τέλει, έφυγα από το Επί Κολωνώ πιστεύοντας ότι είδα ένα εξαιρετικό έργο, με θαυμάσιους συντελεστές (αντί του Τάκη Σπυριδάκη εκείνη τη μέρα ο Στάθης Σταμουλακάτος, και ακόμα οι Χριστίνα Μαριανού, Ηλίας Βαλάσης, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη). Όμως, μέρες μετά, ανασκαλεύοντας στη μνήμη μου σκηνές, ατάκες, πλοκή ώστε να γράψω τούτο το κείμενο, άλλαξα γνώμη. Δεν ήταν απλώς εξαιρετικό. Ήταν αριστούργημα, ένα έργο που μπορεί να σταθεί πλάι στα αριστουργήματα του Σκούρτη, του Διαλεγμένου, του Ευθυμιάδη και άλλων που έχουν δώσει βάθος στο ελληνικό λαϊκό θέατρο. Τι άλλο να πω; Είμαι γοητευμένος…
Δ.Β.
Ακολουθήσετε το μπλογκ στη σελίδα του στο faceboook, δηλώστε το αν σας αρέσει
Στις παρυφές της Λένορμαν, στο δημιουργικό Επί Κολωνώ, ένα θέατρο-προσφορά στον Πολιτισμό, εδώ και τέσσερις χειμερινές θεατρικές περιόδους ζωντανεύει στη σκηνή με τον Άγριο Σπόρο του Γιάννη
Τσίρου, η εικόνα από ένα κομμάτι της σημερινής Ελλάδας. Της Ελλάδας των μικροκομπιναδόρων, των ευκαιρισάκηδων, των καταχρεωμένων, αλλά και της Ελλάδας των καταπιεσμένων απ' τους Ευρωπαίους αρωγούς (φίλους που ενίοτε δαγκώνουν). Της Ελλάδας όλων αυτών που προσπαθούν να επιβιώσουν, να μείνουν στην επιφάνεια, να τη βολέψουν, να τη βγάλουν και να μη βουλιάξουν.
Σε αυτήν την Ελλάδα ζει ο Σταύρος, καντινιέρης σε απόμερη ακτή, που διατηρεί μια... κάθετη επιχείρηση. Όλα τα κάνει μόνος του, όλα γίνονται εκεί, στην οικογενειακή επιχείρηση. Αυτός εκτρέφει γουρούνια, μάλιστα με ανορθόδοξο τρόπο (κάποιες φορές ταΐζοντάς τα και με γουρουνίσιο κρέας απ' τα αποφάγια), αυτός τα σφάζει, αυτός τα τεμαχίζει, αυτός τα κόβει σε μικρά κομμάτια για να τα κάνει σουβλάκια, περνώντας τα μετά στα καλαμάκια η Χαρούλα, η κόρη του, αυτός τα ψήνει, αυτός τα πουλάει στους ξένους που έρχονται να κολυμπήσουν στην ακτή του και τους τα σερβίρει πάνω σε λιγδιασμένα τραπεζομάντιλα, γιατί, ρε Χαρούλα, «σιγά μην πάθουνε τίποτα, αυτοί τρώει ο ένας τον άλλον αμάσητο, η λίγδα θα τους βλάψει;»
Τον αντιπαθούμε, τον αγαπάμε...
Ο Σταύρος είναι σπουδαίος ρόλος. Ενσαρκώνει τον τύπο τού Έλληνα που αγαπάμε να κριτικάρουμε και λατρεύουμε να αντιπαθούμε, αλλά μπορεί να είμαστε εμείς οι ίδιοι ή τουλάχιστον να του μοιάζουμε, λίγο, πολύ ή απόλυτα. Σίγουρα, πάντως, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μαζί του κάποιο κοινό γονίδιο. Έτσι:
** Θεωρεί τους ξένους τουρίστες κορόιδα που θα φάνε ό,τι τους πασάρει (Χαρούλα, στο καλαμάκι «ένα ψαχνό, ένα παχάκι βάζε, ακούς; δεν θα πετάξουμε το μισό γουρούνι»).
** Λειτουργεί την καντίνα παράνομα γιατί ο, επίσης κομπιναδόρος, δήμαρχος δεν του βγάζει άδεια (και ας του έχει στοιχίσει ένα σωρό κοψίδια που τον κερνάει).
** Δεν κόβει αποδείξεις και το χοιροστάσιό του έχει ένα σωρό παρατυπίες.
Ξαφνικά, η εξαφάνιση ενός περιπλανώμενου νεαρού Γερμανού, αντισυμβατικού, ρομαντικού και φευγάτου, που του αρέσει να κολυμπάει γυμνός τα βράδια, να κοιμάται στο ύπαιθρο, να παίζει για ώρες φυσαρμόνικα (γιατί «νόμιζε ότι έτσι ηρεμεί τα κύματα», λέει η Χαρούλα), ανατρέπει την στρωμένη σε μικροαυθαιρεσίες ζωή τού Σταύρου και της κόρης του.
Ακτή που έγινε κάτι σαν πεδίο βολής
Η ακτή που δίνει ζωή στην καντίνα τού Σταύρου και μεροκάματο στον ίδιο, ανασκάπτεται κυριολεκτικά. «Πεδίο βολής την κάνανε», λέει ο καντινιέρης. Οι Γερμανοί απαγορεύουν την προσέγγιση για όλους (αλλά αφήνουν τους Γάλλους τουρίστες και τους Ολλανδούς παραθεριστές να πάνε στην ακτή) και ψάχνουν σπιθαμή προς σπιθαμή βυθίζοντας κοντάρια στην άμμο. Η βεβαιότητα του Γερμανού ειδικού, του Χέρμαν, που έχει έρθει επί τούτου από την πατρίδα του, ότι εκεί είναι θαμμένος νεκρός ο νεαρός, τους κάνει επίμονους και καταστροφικούς.
Οι υποψίες στρέφονται στον Σταύρο, επειδή είναι αγροίκος, σφαγέας, και έχει περιγράψει με λεπτομέρειες που σοκάρουν το πώς θανατώνει τα χοιρινά του (με μια τέτοια καταπληκτική περιγραφή αρχίζει το έργο). Στην αναζήτηση, αλλά και στις υποψίες –χωρίς ποτέ ευθέως να απαγγέλλεται κατηγορία κατά του καντινιέρη– συνασπίζονται με τους Γερμανούς ανακριτές/ερευνητές άλλοι Ευρωπαίοι φίλοι, δηλαδή τουρίστες ή ξένοι κάτοικοι της ακτής, Ολλανδοί (έχουν ιδιόκτητο σπίτι), Γάλλοι, Σουηδοί. Μαζί τους και ο ντόπιος νεαρός αστυνομικός, ο Τάκης, που έχει μεγαλώσει στο χωριό, πλάι στον Σταύρο. Αυτός τον κερνούσε παγωτά και γκαζόζες όταν ήταν παιδί, αυτός του έμαθε ποδήλατο και μπάνιο. Αλλά τώρα ο Τάκης παίρνει τις καταθέσεις μαρτύρων, και εν δυνάμει υπόπτων, εκτελεί εντολές του Γερμανού επικεφαλής των ερευνών και συντάσσεται μαζί του.
Κάνοντας τη ζωή τού Σταύρου ρημαδιό!
Ο Σταύρος υπομένει την κατάσταση ομηρίας του, άλλοτε με παροδικές εκρήξεις, άλλοτε ψύχραιμος και βέβαιος ότι θα αποδειχθεί ότι ο νεαρός Γερμανός –αρνητής της οικογενειακής του ευμάρειας και παιδί της φυγής–, έχει αναχωρήσει από τη ακτή και ότι όσο εκείνοι ερευνούν, παρουσία των γονιών του που έφτασαν επειγόντως από τη Γερμανία, αυτός βρίσκεται σε άλλη παραλία, σε άλλη πόλη, μπορεί και σε άλλη χώρα.
Ο Σταύρος προσπαθεί να τους πείσει ότι το παιδί έχει φύγει μόνο του από την περιοχή, αλλά μάταια. Αυτό ώς την στιγμή που και εκείνοι το παραδέχονται μετά από τις άκαρπες έρευνές τους και ύστερα από πληροφορίες ότι ο νεαρός κάπου αλλού έχει φανεί –στην Ισπανία ίσως!. Ώσπου να γίνει αυτό, όμως, έχουν ισοπεδώσει τη ζωή του Σταύρου: κατέστρεψαν την ακτή, έβαλαν αστυνομικά σκυλιά να ψάξουν στο σπίτι του, στο χωριό, κάνοντάς το λίμπα, άδειασαν ντουλάπες, αναποδογύρισαν συρτάρια, χύθηκαν στο πάτωμα χαρτιά με παλιές απλήρωτες κλήσεις της τροχαίας και ανεξόφλητους λογαριασμούς. Με δυο κουβέντες του το έκαναν ρημαδιό. Το χειρότερο απ' όλα: δόθηκε η εντολή να γκρεμιστεί η καντίνα-παράγκα.
Στο κέντρο του στόχου
Ο συγγραφέας, ο Γιάννης Τσίρος, με λόγο-ξυράφι (σπάνια οι ατάκες του ξεπερνούν τις 40-50 λέξεις), με ρυθμό, με χαρακτήρες εξαιρετικά δομημένους, με διαλόγους γεμάτους κοφτερό χιούμορ, έχει χτίσει κομμάτι κομμάτι ένα θαυμάσιο ελληνικό έργο που μιλάει για Έλληνες και τον καταλαβαίνουν ώς την ψίχα των νοημάτων του μόνο Έλληνες. Ένα έργο ωμού ρεαλισμού που βρίσκει το κέντρο του στόχου, δηλαδή να κεντρίσει το ενδιαφέρον, με την πρώτη του σκηνή, την περιγραφή της σφαγής του γουρουνιού. Και άλλοτε σφίγγει τον θεατή στο στήθος, άλλοτε τον πλημμυρίζει με αστείες και πικρές καταστάσεις ώς την τελευταία αισιόδοξη σκηνή, οπότε ο Σταύρος επιμένει, παρά την αμφισβήτηση της Χαρούλας («τελείωσε μπαμπά η καντίνα, πάει») να ξαναστήσει το «μαγαζί» του γιατί:
«Τίποτα δεν τελείωσε –τίποτε δεν πάει. Δεν ξέρουν με ποια ράτσα τα βάλανε. Ούτε που τους περνάει από τον νου. Θα τη φορτώσουμε στο αμάξι και θα πάμε να τη στήσουμε αλλού. Κι άμα μας διώξει από εκεί το θηρίο, αλλού. Και μετά πάλι αλλού».
Ποιο είδος είναι πιο άθλιο;
Στις αναλύσεις του προγράμματος από καταρτισμένους θεατρικά αναλυτές –αλλά και σε θεατρικές κριτικές– δεν γίνεται πουθενά συσχετισμός της υπόθεσης του έργου με τη σημερινή, τη μνημονιακή Ελλάδα, για την οποία μπορείς να πεις ότι αντιπροσωπεύεται, σε μια διασταλτική ερμηνεία, από την προβληματική καντίνα τού Σταυρού. Αλλά κατά τη γνώμη μου υπάρχει σαφής αλληγορία. Οι συνασπισμένοι Ευρωπαίοι (Γερμανοί, Γάλλοι, Ολλανδοί), ο καταχρεωμένος καντινιέρης, το ρήμαγμα της ακτής, η αναστάτωση του σπιτιού, οι όροι που θέτουν, η καχυποψία τους, οι εντολές στον Έλληνα αστυνομικό, πολύ εύκολα αντιστοιχίζονται με πρόσωπα και στοιχεία της σημερινής ελληνικής μνημονιακής πραγματικότητας. Όπως αντιστοιχίζεται το ερώτημα που θέτει ο Σταύρος στο άβουλο όργανο: «Ποιο είδος είναι άραγε πιο άθλιο; Αυτό που δίνει τις εντολές ή αυτό που τις υπακούει;»
Άγριος σπόρος
Στην ακροτελεύτια εικόνα του έργου ο Σταύρος απαγγέλλει στίχους με πάθος και νόημα: «Άγριος σπόρος φύτρωσε –σ’ ακρογιαλιά σε βράχο. Χίλιους ανθούς επέταξε – και άλλα χίλια αγκάθια… (…) Χιλιάδες προσπαθήσανε – να τον ξεριζώσουν. Μα σαν τονε ξερίζωναν – σκόρπιζαν χίλιοι σπόροι».
«Δεν αντέχουμε άλλο», του λέει ο Χαρούλα. «Αντέχουμε, μια ακρογιαλιά είναι όλη η χώρα. Παντού φυτρώνουμε» απαντάει ο Σταύρος πριν σβήσουν τα φώτα στη σκηνή.
Εν τέλει, έφυγα από το Επί Κολωνώ πιστεύοντας ότι είδα ένα εξαιρετικό έργο, με θαυμάσιους συντελεστές (αντί του Τάκη Σπυριδάκη εκείνη τη μέρα ο Στάθης Σταμουλακάτος, και ακόμα οι Χριστίνα Μαριανού, Ηλίας Βαλάσης, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη). Όμως, μέρες μετά, ανασκαλεύοντας στη μνήμη μου σκηνές, ατάκες, πλοκή ώστε να γράψω τούτο το κείμενο, άλλαξα γνώμη. Δεν ήταν απλώς εξαιρετικό. Ήταν αριστούργημα, ένα έργο που μπορεί να σταθεί πλάι στα αριστουργήματα του Σκούρτη, του Διαλεγμένου, του Ευθυμιάδη και άλλων που έχουν δώσει βάθος στο ελληνικό λαϊκό θέατρο. Τι άλλο να πω; Είμαι γοητευμένος…
Δ.Β.
Ακολουθήσετε το μπλογκ στη σελίδα του στο faceboook, δηλώστε το αν σας αρέσει
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.