Στις 3 Ιουνίου 1992 το ποδόσφαιρο της Εσθονίας γιόρτασε την… ανάστασή του. Η εθνική ομάδα της χώρας επανασυστήθηκε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησία από την ΕΣΣΔ λίγους μήνες νωρίτερα και ετοιμαζόταν να δώσει το πρώτο φιλικό της ματς εναντίον της Σλοβενίας. Στο ξενοδοχείο όπου διέμενε η αποστολή έφτασε ένα τηλεγράφημα, με κοινοποίηση στη διοίκηση της εσθονικής ομοσπονδίας. Εφερε
το λογότυπο της Φλόρα Ταλίν, της πιο γνωστής ομάδας της Εσθονίας, και τις υπογραφές 25 ποδοσφαιριστών. Επρόκειτο για ένα τελεσίγραφο: Οι παίκτες διαμαρτύρονταν διότι στην εθνική ομάδα προσκλήθηκαν «μη Εσθονοί πολίτες». Απειλούσαν δε ότι αν ξαναγινόταν αυτό σε επίσημο ματς, θα αποσύρονταν από την νεότευκτη εθνική ομάδα πριν αυτή δημιουργηθεί! Κατήγγειλαν, μάλιστα, ότι οι συνεννοήσεις και οι οδηγίες στην εθνική ομάδα δίνονταν σε διαφορετική γλώσσα από την εσθονική.
Το καμπανάκι χτυπούσε για τον Σεργκέι Ρατνίκοφ. Γεννημένος στη Νάρβα της Εσθονίας, από γονείς με ρωσική καταγωγή, πλήρωνε χωρίς να το θέλει και χωρίς να το αξίζει την «εκδίκηση» ενός ολόκληρου λαού για τους ομόφυλούς του. Ήταν ο πρώτος χρόνος από τη στιγμή που οι Εσθονοί είχαν απαλλαγεί από την «κηδεμονία» της ΕΣΣΔ και ήταν αποφασισμένοι να «καθαρίσουν» τη χώρα τους, με τον τρόπο που τους είχαν μάθει οι πρώην δυνάστες τους.
Η Εσθονία, όπως και οι άλλες χώρες της Βαλτικής (Λετονία και Λιθουανία) ήταν ανεξάρτητα κράτη την εποχή του Μεσοπολέμου, από το 1920 ως το 1940. Με το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπερντροπ του 1939 η ναζιστική Γερμανία «συμφώνησε» στη βίαιη «ενσωμάτωση» των δημοκρατιών στην ΕΣΣΔ και την μετατροπή τους σε επαρχίες. Μέσα σε λίγους μήνες τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν όλη τη Βαλτική. Ελάχιστοι Εσθονοί αντιστάθηκαν, όχι διότι συμφωνούσαν στην ενσωμάτωση, αλλά επειδή το θεώρησαν ανούσιο να τα βάλουν με μία υπερδύναμη, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη της άλλης υπερδύναμης της εποχής.
Κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης Μπαρμπαρόσα», της γερμανικής εισβολής στην ΕΣΣΔ, τα ναζιστικά στρατεύματα πάτησαν στην Εσθονία. Πολλοί Εσθονοί έκαναν το λάθος να τους υποδεχτούν σαν ελευθερωτές, λογίζοντας ότι θα ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Μάταιος κόπος: Η Εσθονία αποτέλεσε απλώς ένα μέρος της Όστλαντ, της «Ανατολικής Επαρχίας», προφανώς με Γερμανούς στρατιωτικούς διοικητές και καμία ελευθερία στους ντόπιους. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη.
Όταν η γερμανική δύναμη άρχισε να αδυνατίζει, πολλοί νέοι Εσθονοί αποφάσισαν να ενταχθούν στα «εσθονικά τάγματα», γηγενείς δυνάμεις υπό την εποπτεία των ναζί, για την αποτροπή του «κομουνιστικού κινδύνου». Τους πλαισίωσαν και πολλοί ακόμα που είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες στη Φινλανδία. Ακόμα και σήμερα οι απόγονοί τους (διότι όλοι τους σφαγιάστηκαν) λένε ότι δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση της ναζιστικής κατοχής, αλλά τον εξοπλισμό τους, ώστε να πολεμήσουν αυτή τη φορά μέχρι τελικής πτώσης ώστε να μην επιστρέψουν οι Σοβιετικοί.
Παρά την αντίσταση, που ήταν πιο μαζική αυτή τη φορά, οι Σοβιετικοί επέστρεψαν μετά τη φυγή των Γερμανών. Η διεθνής κοινότητα έριξε το ζήτημα της Βαλτικής κάτω από το χαλάκι. Σε τελευταία ανάλυση, οι Σοβιετικοί απλώς «ανακτούσαν» τα εδάφη που είχαν πριν τον Πόλεμο. Μαζί με το καθεστώς επέστρεψε και η τρομοκρατία.
Υπολογίζεται ότι περισσότερες από 600.000 Εσθονοί, πάνω από τον μισό πληθυσμό της χώρας, υπέφεραν ως «συνεργάτες των Γερμανών» ή απλώς «συμπαθούντες». Πολλές φορές χωρίς καμία απόδειξη, απλώς ανώνυμες καταγγελίες ή και υποψίες ακόμα, ολόκληρες οικογένειες στέλνονταν στη Σιβηρία. Όσοι ζούσαν στις ακτές ή στα νησιά που περιβάλλουν το κράτος εκτοπίστηκαν βίαια, για να δημιουργηθούν «στρατιωτικές ζώνες» και «σταθμοί ελέγχου», κυρίως των πυρηνικών υποβρυχίων του στόλου της Βαλτικής.
Όταν η Εσθονία έγινε ανεξάρτητη, το 1991, μόνο το 52% του πληθυσμού της είχε «καθαρή» εσθονική καταγωγή. Οι υπόλοιποι ήταν απόγονοι Ρώσων και Ουκρανών, που έφτασαν στη χώρα μετά το 1945 για να καλύψουν τις θέσεις της διοίκησης και του στρατού. Η εσθονική γλώσσα υποβιβάστηκε σε τοπική, διδάσκονταν δε μόνο ως μάθημα επιλογής στα σχολεία, παρ’ όλα αυτά διατηρήθηκε.
Με νωπές ακόμα μνήμες απ’ όλα αυτά, οι Εσθονοί δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούνε για Ρώσους ή απογόνους τους στις εθνικές τους ομάδες σε όλα τα σπορ και κυρίως στο ποδόσφαιρο. Ούτως ή άλλως κανείς Εσθονός παίκτης δεν είχε φτάσει στην εθνική ανδρών της ΕΣΣΔ όλα τα χρόνια της ύπαρξής της. Στο μπάσκετ, όπου το ταλέντο ήταν μεγαλύτερο, βρισκόταν χώρος για έναν παίκτη στην εθνική της ΕΣΣΔ σε μεγάλες διοργανώσεις (ο Τιιτ Σοκ, ο οποίος αγωνίστηκε αργότερα στον Παναθηναϊκό, πήρε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ).
Η διαμάχη συνεχίστηκε για τρία χρόνια και δεν λύθηκε παρά μόνο όταν η Εσθονία απειλήθηκε με τιμωρία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Στο μεταξύ οι ρώσικης καταγωγής πολίτες της είχαν πάρει διαβατήριο. Σήμερα το 30% των κατοίκων της Εσθονίας έχουν ρώσικη καταγωγή, αλλά μόνο το 5% απ’ αυτούς θεωρούν τη Ρωσία πατρίδα τους, σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Sport της Πέμπτης)
το λογότυπο της Φλόρα Ταλίν, της πιο γνωστής ομάδας της Εσθονίας, και τις υπογραφές 25 ποδοσφαιριστών. Επρόκειτο για ένα τελεσίγραφο: Οι παίκτες διαμαρτύρονταν διότι στην εθνική ομάδα προσκλήθηκαν «μη Εσθονοί πολίτες». Απειλούσαν δε ότι αν ξαναγινόταν αυτό σε επίσημο ματς, θα αποσύρονταν από την νεότευκτη εθνική ομάδα πριν αυτή δημιουργηθεί! Κατήγγειλαν, μάλιστα, ότι οι συνεννοήσεις και οι οδηγίες στην εθνική ομάδα δίνονταν σε διαφορετική γλώσσα από την εσθονική.
Το καμπανάκι χτυπούσε για τον Σεργκέι Ρατνίκοφ. Γεννημένος στη Νάρβα της Εσθονίας, από γονείς με ρωσική καταγωγή, πλήρωνε χωρίς να το θέλει και χωρίς να το αξίζει την «εκδίκηση» ενός ολόκληρου λαού για τους ομόφυλούς του. Ήταν ο πρώτος χρόνος από τη στιγμή που οι Εσθονοί είχαν απαλλαγεί από την «κηδεμονία» της ΕΣΣΔ και ήταν αποφασισμένοι να «καθαρίσουν» τη χώρα τους, με τον τρόπο που τους είχαν μάθει οι πρώην δυνάστες τους.
Η Εσθονία, όπως και οι άλλες χώρες της Βαλτικής (Λετονία και Λιθουανία) ήταν ανεξάρτητα κράτη την εποχή του Μεσοπολέμου, από το 1920 ως το 1940. Με το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπερντροπ του 1939 η ναζιστική Γερμανία «συμφώνησε» στη βίαιη «ενσωμάτωση» των δημοκρατιών στην ΕΣΣΔ και την μετατροπή τους σε επαρχίες. Μέσα σε λίγους μήνες τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν όλη τη Βαλτική. Ελάχιστοι Εσθονοί αντιστάθηκαν, όχι διότι συμφωνούσαν στην ενσωμάτωση, αλλά επειδή το θεώρησαν ανούσιο να τα βάλουν με μία υπερδύναμη, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη της άλλης υπερδύναμης της εποχής.
Κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης Μπαρμπαρόσα», της γερμανικής εισβολής στην ΕΣΣΔ, τα ναζιστικά στρατεύματα πάτησαν στην Εσθονία. Πολλοί Εσθονοί έκαναν το λάθος να τους υποδεχτούν σαν ελευθερωτές, λογίζοντας ότι θα ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Μάταιος κόπος: Η Εσθονία αποτέλεσε απλώς ένα μέρος της Όστλαντ, της «Ανατολικής Επαρχίας», προφανώς με Γερμανούς στρατιωτικούς διοικητές και καμία ελευθερία στους ντόπιους. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη.
Όταν η γερμανική δύναμη άρχισε να αδυνατίζει, πολλοί νέοι Εσθονοί αποφάσισαν να ενταχθούν στα «εσθονικά τάγματα», γηγενείς δυνάμεις υπό την εποπτεία των ναζί, για την αποτροπή του «κομουνιστικού κινδύνου». Τους πλαισίωσαν και πολλοί ακόμα που είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες στη Φινλανδία. Ακόμα και σήμερα οι απόγονοί τους (διότι όλοι τους σφαγιάστηκαν) λένε ότι δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση της ναζιστικής κατοχής, αλλά τον εξοπλισμό τους, ώστε να πολεμήσουν αυτή τη φορά μέχρι τελικής πτώσης ώστε να μην επιστρέψουν οι Σοβιετικοί.
Παρά την αντίσταση, που ήταν πιο μαζική αυτή τη φορά, οι Σοβιετικοί επέστρεψαν μετά τη φυγή των Γερμανών. Η διεθνής κοινότητα έριξε το ζήτημα της Βαλτικής κάτω από το χαλάκι. Σε τελευταία ανάλυση, οι Σοβιετικοί απλώς «ανακτούσαν» τα εδάφη που είχαν πριν τον Πόλεμο. Μαζί με το καθεστώς επέστρεψε και η τρομοκρατία.
Υπολογίζεται ότι περισσότερες από 600.000 Εσθονοί, πάνω από τον μισό πληθυσμό της χώρας, υπέφεραν ως «συνεργάτες των Γερμανών» ή απλώς «συμπαθούντες». Πολλές φορές χωρίς καμία απόδειξη, απλώς ανώνυμες καταγγελίες ή και υποψίες ακόμα, ολόκληρες οικογένειες στέλνονταν στη Σιβηρία. Όσοι ζούσαν στις ακτές ή στα νησιά που περιβάλλουν το κράτος εκτοπίστηκαν βίαια, για να δημιουργηθούν «στρατιωτικές ζώνες» και «σταθμοί ελέγχου», κυρίως των πυρηνικών υποβρυχίων του στόλου της Βαλτικής.
Όταν η Εσθονία έγινε ανεξάρτητη, το 1991, μόνο το 52% του πληθυσμού της είχε «καθαρή» εσθονική καταγωγή. Οι υπόλοιποι ήταν απόγονοι Ρώσων και Ουκρανών, που έφτασαν στη χώρα μετά το 1945 για να καλύψουν τις θέσεις της διοίκησης και του στρατού. Η εσθονική γλώσσα υποβιβάστηκε σε τοπική, διδάσκονταν δε μόνο ως μάθημα επιλογής στα σχολεία, παρ’ όλα αυτά διατηρήθηκε.
Με νωπές ακόμα μνήμες απ’ όλα αυτά, οι Εσθονοί δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούνε για Ρώσους ή απογόνους τους στις εθνικές τους ομάδες σε όλα τα σπορ και κυρίως στο ποδόσφαιρο. Ούτως ή άλλως κανείς Εσθονός παίκτης δεν είχε φτάσει στην εθνική ανδρών της ΕΣΣΔ όλα τα χρόνια της ύπαρξής της. Στο μπάσκετ, όπου το ταλέντο ήταν μεγαλύτερο, βρισκόταν χώρος για έναν παίκτη στην εθνική της ΕΣΣΔ σε μεγάλες διοργανώσεις (ο Τιιτ Σοκ, ο οποίος αγωνίστηκε αργότερα στον Παναθηναϊκό, πήρε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ).
Η διαμάχη συνεχίστηκε για τρία χρόνια και δεν λύθηκε παρά μόνο όταν η Εσθονία απειλήθηκε με τιμωρία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Στο μεταξύ οι ρώσικης καταγωγής πολίτες της είχαν πάρει διαβατήριο. Σήμερα το 30% των κατοίκων της Εσθονίας έχουν ρώσικη καταγωγή, αλλά μόνο το 5% απ’ αυτούς θεωρούν τη Ρωσία πατρίδα τους, σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Sport της Πέμπτης)
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.