Δεν πεθαίνεις επειδή είσαι άρρωστος αλλά επειδή ζεις.
M. de Montaigne
Στη μέση του χειμώνα ανακάλυψα ξαφνικά μέσα μου ένα αόρατο καλοκαίρι
Α. Camus
Ο Φώτης Καγγελάρης, Διδάκτωρ Ψυχοπαθολογίας, συγγραφέας, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για όσα ζούμε τις μέρες του κορονοϊού.
Καταρχήν, να υπενθυμίσω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει καταστάσεις σαν και αυτή που αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε ακόμα. Αναφέρω ενδεικτικά, στην λογοτεχνία, τον λοιμό στο στρατόπεδο των Αχαιών όταν πολιορκούσαν την Τροία, τον λοιμό που είχε πέσει στην Θήβα επί εποχής Οιδίποδα, την πανούκλα στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, την «Πανούκλα» του Camus, τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Márquez, το «Παιχνίδι της σφαγής» του Ionesco του οποίου, παρότι γραμμένο το 1970, οι έξοχοι διάλογοι μας θυμίζουν πλήρως την σημερινή κατάσταση των απαγορεύσεων. Ας θυμηθούμε επίσης στα καθ’ ημάς το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Βαρδιάνος στα σπόρκα» αλλά και τον «Λοιμό» του Φραγκιά. Ανάλογα θέματα έχει διαπραγματευτεί κατά καιρούς το Χόλιγουντ («Contagion» κλπ).
Και, όσον αφορά συνθήκες πραγματικότητας, τον λοιμό των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, την πανούκλα στον Μεσαίωνα, (ας θυμηθούμε στην «Έβδομη σφραγίδα» την παρτίδα σκάκι με τον Χάρο όπως και την εξαιρετική σκηνή στο τέλος της ίδιας ταινίας με τον Χάρο να σύρει την πομπή. Επίσης την χαρακτηριστική μάσκα του Ντοτόρε από την Κομέντια ντελ Άρτε ) την ισπανική γρίπη, την νόσο των τρελών αγελάδων, την νόσο των πτηνών, τον Έμπολα που φαινόταν ασυγκράτητος κ.λπ. Δεν είναι η πρώτη φορά, λοιπόν, που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει παρόμοιες με την σημερινή καταστάσεις και επιβιώνει. Όπως θα επιβιώσουμε κι εμείς. Σημασία έχει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και, γιατί όχι, κερδισμένοι.
Κερδισμένοι;
Τι συμβαίνει στον ψυχισμό του ανθρώπου σε μία τέτοια κατάσταση; Αυτό που συμβαίνει ουσιαστικά είναι μία τρύπα, μία ρήξη στο νόημα μέσα στο οποίο κινούμαστε και κινείται η ζωή μας. Η βίωση της πραγματικότητας, ο χρόνος, η σχέση μας με τα πράγματα , τον εαυτό μας και τον άλλο είναι θέμα νοήματος, μέσα στο νόημα κινούμαστε και ζούμε. Μία ρήξη του νοήματος σημαίνει κάτι το ακατανόητο και ταυτόχρονα τρομακτικό το οποίο καταρχήν μας αφήνει άναυδους. Μια ρήξη του νοήματος επιτρέπει την ανάδυση αρχαϊκών διεργασιών διάλυσης του σώματος και του εαυτού, την ανάδυση εξωλογικών μορφωμάτων του ασυνειδήτου, βαθιά θαμμένων. Θα λέγαμε ότι το «πράγμα» αναβλύζει ανεμπόδιστο διαλύοντας βίαια, εκ των έσω, τον ήδη τραυματισμένο εκ των έξω, από το «συμβάν» ιστό του νοήματος. Στη συνέχεια προσπαθούμε να αρθρώσουμε λέξεις, σκέψεις, δηλαδή, νοήματα που θα κλείσουν το κενό που έχει ανοίξει. Ας θυμηθούμε τον Wittgenstein (5.6): «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου μου».
Γι’ αυτό, εξάλλου, και μερικά άτομα «αρνούνται» τον άμεσο θρήνο μπροστά σε μια απώλεια: ο ψυχισμός κερδίζει χρόνο ανασυγκρότησης και πενθεί μετά. Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές η ρήξη του συμβολικού ιστού είναι προσωρινή αλλά υπάρχουν και φορές που η δομή του ψυχικού συστήματος διαιωνίζει το «συμβάν» υπό μορφή μετατραυματικής διαταραχής.
Η ενοχή, σαν να φταίμε εμείς γι’ αυτό που συμβαίνει, («οι αμαρτίες μας», «γι’ αυτό κι ο Θεός…») είναι επίσης ένας τρόπος απόδοσης νοήματος στο ακατανόητο. Σ’ αυτή τη βάση το Χόλιγουντ συχνά αποδίδει συμφορές, επιδημίες, τέρατα σε λάθη του ανθρώπου που επέτρεψε, για παράδειγμα, να ξεφύγει ο ιός από το εργαστήριο. Έστω κι αν φταίμε είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του άρρητου με νόημα, είναι προτιμότερο να φταίμε και να υπάρχει νόημα, εξήγηση. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι στον Μεσαίωνα επεδίωκαν την ενοχή τους ως σημείο εισόδου στο νόημα και αυτομαστιγώνονταν.
Οι ίδιοι οι τρόποι άμυνας, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι τρόποι επούλωσης του τραύματος, του νοήματος.
Ας το δούμε σαν έναν σεισμό. Καταρχήν, μερικά δευτερόλεπτα μένουμε άναυδοι γιατί αυτό που συμβαίνει δεν εντάσσεται μέσα στην ακολουθία του νοήματος. Όπως λέμε στην δερματολογία τραύμα είναι «η λύση της συνεχείας του δέρματος», αντίστοιχα λέμε εδώ λύση της συνέχειας του νοήματος.
Οι πρώτες λέξεις που θα αρθρώσουμε: «σεισμός», «ωχ», «Θεέ μου», «μάνα μου» είναι απόπειρες, όπως είπαμε, να βρεθούμε πάλι μέσα στο νόημα, μέσα στις σημασίες. Οι λέξεις είναι ο επουλωτικός ιστός του νοήματος.
Κι εμείς τώρα εδώ, με λέξεις προσπαθούμε να κλείσουμε την οπή στον ιστό του νοήματος, όπως και όλα τα άρθρα που γράφονται καταιγιστικά αυτό τον καιρό αποσκοπούν στο κλείσιμο του χάσματος. Θα έχουμε προσέξει ότι όταν ένα άτομο δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί το άγχος του μιλά ακατάπαυστα σαν μια προσπάθεια αφενός ρευστοποίησης και αποβολής του άγχους αφετέρου επούλωσης του αδιαχείριστου αιφνίδιου «συμβάντος» που του έχει συμβεί ή που φοβάται ότι θα του συμβεί.
Θα έλεγα εδώ ότι και τα άτομα που θέλουν να αγνοούν τον κίνδυνο, φοβούνται εξίσου. Μόνο που θέλουν να αγνοούν τον φόβο τους με το να αγνοούν τον κίνδυνο. Είναι ένας κάποιος τρόπος να προλάβουν τον πανικό και την αγωνία τους. Είναι τα άτομα και κινούνται από τους ίδιους μηχανισμούς κατευνασμού της αγωνίας με αυτούς των ατόμων που αντιμετωπίζουν μια σοβαρή ασθένεια. Η αγωνία τους εμπίπτει στην ίδια περίπτωση με έναν σοβαρά ασθενή ο οποίος κινητοποιώντας τον μηχανισμό της «αγνόησης» θέλει να αγνοεί την σοβαρότητα της κατάστασής του λέγοντας: «Δεν είναι τίποτα».
Είναι επίσης τα άτομα που νομίζουν ότι διαθέτουν μια παντοδυναμία, ότι είναι υπεράνω των κοινών θνητών οι οποίοι μπορούν να πεθάνουν, αλλά όχι αυτοί. Πρόκειται για μια ανώριμη συναισθηματική κατάσταση, την ίδια που τους κάνει και τρέχουν με την μηχανή τους στην βροχή ή αγνοούν τις προφυλάξεις στο σεξ. Αγνοούν τον κίνδυνο γιατί αισθάνονται χωρίς όρια, κάπως σαν θεοί, τίποτα δεν μπορεί να εξουσιάσει τη ζωή τους παρά μόνο η ανώριμη επιθυμία τους, η απόλαυση εκείνη που σχετίζεται στο βάθος της με τον θάνατο. Θα συγκρίναμε τα άτομα αυτά με την κατάσταση της ψύχωσης όπου το άτομο ζώντας μια θεϊκή διάσταση του εαυτού του αγνοεί την πραγματικότητα και τα όρια του. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος είναι πάντοτε ο θάνατος του άλλου και που στην προκειμένη περίπτωση γίνεται άλλοθι απαλλαγής από την ευθύνη της προφύλαξης.
Αυτή η τάση γι’ ανυπακοή είναι η τάση του ανώριμου παιδιού, να μην δεχθεί το Νόμο, να τον παραβλέψει, να κάνει ζαβολιά. Και ιδιαίτερα στην περίπτωση του Έλληνα ξέρουμε, για λόγους που έχουν αναλυθεί πολλάκις και πηγαίνουν πολύ μακριά μέσα στο χρόνο, ότι η σχέση του με το κράτος και την πολιτεία (όπως και με τον Ορθό Λόγο), με τον Νόμο, δεν ήταν ποτέ αγαστές, ήταν σχέση κρυφτού, κυνηγητού, φόβου και απαξίωσης. Πάντως, στην περίπτωση του κορωνοϊού, είδαμε ότι η πλειοψηφία συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις. Έχουμε ωριμάσει και αποδεχόμαστε το Νόμο; Προσανατολιζόμαστε, με μερικούς αιώνες καθυστέρηση στην έννοια του χεγκελιανού κράτους; Φόβος; Ή ο Νόμος έγινε αποδεκτός επειδή εκφράστηκε με ταπεινότητα εκ μέρους της ιατρικής εκπροσώπησης και δεν έδωσε δυνατότητα σύγκρουσης και ναρκισσικής αναμέτρησης;
Ωστόσο, αυτή η κατάσταση μας αφορά όλους γιατί θεωρούσαμε ως δεδομένο έναν τρόπο ζωής, όπως είχαμε την εντύπωση ότι κατευθύνουμε και εξουσιάζουμε την πραγματικότητα. Μας φαινόταν αδιανόητο το να συμβεί κάτι που θα ήταν εκτός του ελέγχου μας, που θα απέτρεπε τα σχέδια ή την ρουτίνα μας, παρότι, μπορεί και να ικετεύαμε μέσα μας για μια ανατροπή όταν η ψυχή μας, κάποιες φορές, είχε τελματώσει.
Θεωρούμε δεδομένη την υγεία μας ενώ δεν είναι. Γιατί, αν ήταν δεν θα αρρωσταίναμε ή ακόμα χειρότερα δεν θα πεθαίναμε.
Χρειάζεται κανείς να χάσει κάτι: την ακοή του, την ικανότητα να περπατάει, να μιλάει, για να εννοήσει ότι δεν είναι δεδομένα. Τα άτομα που έχουν υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια θα είχαν να μας πουν πολλά επ’ αυτού.
Υπήρχαν προειδοποιήσεις αρκετά χρόνια πιο πριν ότι ο κίνδυνος που θα έχει ν’ αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα στο μέλλον θα προέρχεται από ασθένειες. Ουδείς εισάκουσε. Σαν να μην αφορούσε αυτή την ανθρωπότητα αλλά κάποια άλλη, σαν τα ατυχήματα με αυτοκίνητο το Σ/Κ να μην αφορούν εμάς αλλά πάντα τον άλλο. Και όμως, η ίδια η λέξη «ατύχημα» μιλά για τον παράγοντα του (αριστοτελικού) «τυχαίου» τον οποίο, ωστόσο, λαμβάνουμε υπ’ όψη μας μόνο εκ των υστέρων.
Και έρχομαι τώρα στο κύριο σημείο του θέματος μας, που είναι αυτό της απώλειας.
Τι έχουμε χάσει;
Την χωρίς όρια επιθυμία μας η οποία τώρα δεν είναι δεκτή από την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που είναι άλλη από αυτή που θεωρούσαμε ως τώρα και κινούμασταν μέσα σ’ αυτήν. Η σύγκρουση επιθυμίας-πραγματικότητας καταλήγει κατά της πρώτης. Έτσι, έχουμε απώλεια του εαυτού μας, του εαυτού εκείνου που θέλουμε για εμάς, με αποτέλεσμα την απόσυρση, την κατάθλιψη, τις αγχώδεις εκδηλώσεις, τις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, ίσως, κάποιες φορές παραληρητικές εκδηλώσεις σε αναπλήρωση μιας χαμένης πραγματικότητας.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι στην παρούσα κατάσταση έχουμε χάσει την έννοια του δεδομένου, του αυτονόητου που δεν υπήρχαν ποτέ, άλλωστε, αλλά που μέσα στην μακαριότητα του ναρκισσισμού μας θεωρούσαμε φυσικό. Σαν ο κόσμος που ζούσαμε, με την ταχύτητα των κινήσεων μας, την άμεση και ρηχή πρόσβαση στο θέλω, την έλλειψη εσωτερικών αντιστάσεων να ήταν ένας κόσμος εξωπραγματικός, φαντασιωτικός, από τον οποίο, ξαφνικά, προσγειωνόμαστε στην κοινή πραγματικότητα.
Ας σημειωθεί ότι ο αποκλεισμός μας για ένα διάστημα από την πραγματικότητα όταν συνάδει με την επιθυμία μας, δεν δημιουργεί προβλήματα. Το αντίθετο. Λέμε «ας κρατούσε κι άλλο», π.χ. ένα παιδί μπορεί να περάσει μέρες στο δωμάτιό του με το νέο του παιχνίδι. Δύο εραστές, να μην βγουν καθόλου από το σπίτι. Ένας συγγραφέας να μην καταλάβει πως πέρασε τόσο καιρό κλεισμένος.
Στην περίπτωση του κορωνοϊού, όμως, υπάρχει απώλεια, δηλαδή ταπείνωση της επιθυμίας από την πραγματικότητα, χωρίς άμεσο όφελος ειμή μόνο την διάσωση της ζωής, κάτι που δεν είναι και τόσο καλά αντιληπτό το τι σημαίνει, αφού ζούμε.
Όλα αυτά φτιάχνουν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο καταλήγει στο ανοσοποιητικό. Είναι γνωστό ότι το άγχος, η κατάθλιψη, η ενοχή, ο θυμός καταπονούν το ανοσοποιητικό με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτο στην επίθεση ιών, μικροβίων, και όχι μόνο.
Έτσι, έχουμε το παράδοξο φαινόμενο, η προφύλαξη να επιφέρει το αποτέλεσμα που θέλουμε να αποφύγουμε, ο μηχανισμός άμυνας να στρέφεται κατά του φορέα του.
Παράλληλα, η αμηχανία μας, ο εκνευρισμός μας, η ένταση προέρχονται από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι προσωπικό, δηλαδή είτε να αντικρούσουμε τον ιό είτε να μην μπορούμε να επινοήσουμε τρόπους αντίδρασης μέσα στο σπίτι ή δραπέτευσης από το σπίτι. Αυτή η απραξία δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε αυτό που κάνουμε. Γιατί, ότι και να κάνουμε στην ζωή μας είναι ένας καθρέφτης να βλέπουμε τον εαυτό μας. Ο ιός επιβάλλει να βλέπουμε τον εαυτό μας στον άβολο καθρέφτη των κινήσεων μέσα στο σπίτι. Ακόμα χειρότερα, μας επιβάλλει να δούμε την ενδεχόμενη ένδεια του εαυτού μας όταν ζητάμε βοήθεια από το κινητό μας και μετά από τον υπολογιστή μας και μετά από την τηλεόραση και μετά πάλι από το κινητό μας. Ή όταν ζητάμε βοήθεια από την τροφή και το ποτό σαν καταφυγή του να μας συμβαίνει κάτι, να γεμίσουμε με κάτι, είναι προτιμότερη μια «βαρυστομαχιά» παρά να αισθανόμαστε άδειοι. Είναι σαν να περνάμε σε κατάσταση ανυπαρξίας, πράγμα που δημιουργεί θυμό μέσα μας, αφού η κυρίαρχη σκέψη είναι ότι μπορώ να κάνω ότι θέλω. Και ακόμα χειρότερα, ο θυμός αυτός δεν έχει αντικείμενο αφού ο εχθρός είναι αόρατος, πράγμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συνώνυμο του ανύπαρκτου, όπως είχε συμβεί με το ατύχημα του Τσέρνομπιλ. Μήπως, ο θυμός και το ξέσπασμα της έντασης ενάντια σε οικεία πρόσωπα και καταστάσεις αυτή την περίοδο είναι ένας τρόπος να αποκτήσει πρόσωπο ο εχθρός;
Ο κίνδυνος, επίσης, που ελλοχεύει είναι να δούμε τον εαυτό μας να περιφέρεται μαζί μας από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ή να έρχεται κατ’ επάνω μας από το δωμάτιο που δεν περιμέναμε. Να αναδύεται από τον τοίχο ή την κορνίζα του έργου τέχνης που αγαπάμε. Ή από κάτι – στην κυριολεξία, αλλά με εκπροσώπηση στη μεταφορά-που δεν είχαμε στερεώσει καλά. Ο εαυτός μας σαν παλιά φωτογραφία μπορεί να ξεπροβάλλει από το διπλανό δωμάτιο και οι εικόνες του εαυτού μας να ξεπροβάλλουν στη σκέψη μας σαν να ξεφυλλίζουμε ένα παλιό οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ με εικόνες οικείες και ταυτόχρονα ξένες, ίσως εχθρικές.
Ο εαυτός μας, ωστόσο, δεν περιφέρεται ασκόπως σαν κι εμάς. Το αντίθετο, είναι έτοιμος να συμπλακεί μαζί μας, να μας ζητήσει το λόγο, να θυμώσει, να μας ενοχοποιήσει, να μας ζητήσει να τον αντιμετωπίσουμε. Έστω να τον ακούσουμε, να μιλήσουμε μαζί του: «Σεβάστηκες την επιθυμία σου;»-«Σεβάστηκες τον άλλο;». Και τώρα δεν έχουμε κρυψώνες, δεν μπορούμε να βγούμε έξω, να χαθούμε μέσα στις καθημερινές φροντίδες ή τα μεγάλα σχέδια. Τώρα, ενώπιος ενωπίω. Η βοήθεια που θα ζητούσαμε από τον άλλο της καθημερινότητας δεν είναι πια εφικτή γιατί ο άλλος είναι τώρα φορέας θανάτου. Βέβαια, ο άλλος πάντοτε ήταν φορέας θανάτου της ταυτότητας παρότι την απέδιδε, «ο άλλος είναι η κόλαση», μια μάχη «έως θανάτου για την υπερίσχυση της επιθυμίας». Τώρα, όμως είναι ο θάνατος στην κυριολεξία: η παρουσία του απειλεί με σβήσιμο το υπαρκτικό γεγονός μας. Μήπως εξάλλου οι ηγέτες μας δεν μιλούν για πόλεμο και τα δελτία ειδήσεων δεν θυμίζουν πολεμικά ανακοινωθέντα; Ο άλλος της καθημερινότητας σ’ αυτή τη φάση δεν συμμαχεί μαζί μας κατά του εαυτού μας.
Στην περίπτωση μας, λοιπόν, το κλείσιμο στο σπίτι θα πρέπει να λειτουργήσει ως έξοδος. Έξοδος με όσα μπορούμε να κάνουμε μέσα στο σπίτι και που πριν μέσα στο διαρκές έξω δεν μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ. Και, δεν εννοώ τακτοποιήσεις, ταινίες, κ.λπ. όσο σχέδια, απολογισμό, σχέσεις, να το πω διαφορετικά, την κατάρριψη της παντοδυναμίας μας, την αποδοχή του απρόοπτου, του τυχαίου, του ανεξέλεγκτου στη ζωή μας (το υποκείμενο είναι υποκείμενο του «πράγματος», έλεγε ο Lacan), την αποδοχή της απώλειας και του θανάτου ως στοιχεία αυτής τούτης της αρτιότητας και της ζωής. Την αποδοχή της έλλειψης ως πληρότητας. Τώρα, είναι ευκαιρία να ρυθμίσουμε τη ζωή μας αλλιώς. Δεν είμαστε τόσο κύριοι του εαυτού μας όσο νομίζουμε, μας υπογράμμισε ο Freud. Και παρότι η προσπάθεια μας αποσκοπεί στο να κλείσει η οπή του νοήματος, να επουλωθεί το τραύμα, να το χαρακτηρίσουμε ως εφιάλτη, δηλαδή κάτι εξωπραγματικό, ωστόσο δεν πρέπει να κλείσει σαν να μην συνέβη ποτέ. Η σοφία έρχεται από την συμφορά, λέει η αρχαία τραγωδία. Το «σαν να μην συνέβη ποτέ» θα σημαίνει ότι τίποτα δεν έχουμε διδαχθεί. Δεν θα έχουμε διδαχθεί το μέγα μάθημα της απώλειας ως οδού της ζωής, του πένθους ως προϋπόθεση της πραγματικότητας, τον αποχωρισμό και τον αποχαιρετισμό ως δυνατότητα του επόμενου βήματος.
Ο ιός ήταν μια αναμέτρηση μεταξύ φαντασίωσης «ποιος νομίζω ότι είμαι» και πραγματικότητας. Ο ιός μας δίδαξε ταπεινότητα σαν θεμελιώδες στοιχείο της επιθυμίας μας για ζωή, για την επιθυμία μας για επιτυχία. Η ύβρις πληρώνεται πάντα στην αρχαία τραγωδία και η υπεροψία έναντι της φύσης ή του θείου πληρώνεται, επίσης, ακριβά.
Η αποδοχή της έλλειψης είναι η υπαπαντή της πληρότητας. Η ζωή μας είναι μια διαρκής εκπαίδευση στους αποχαιρετισμούς. Το νόημα της ζωής μας είναι το σύνολο των επιθυμιών και των αποχαιρετισμών. Μέσω αυτών σχετιζόμαστε με τον χρόνο άρα και με τον θάνατο. Αλλά, είναι ακριβώς η έλλειψη που αποδίδει πληρότητα.
Και, κυρίως, να σκεφτόμαστε το μετά. Ίσως, θα αυτοκτονούσαν λιγότεροι εάν μπορούσαν να σκεφτούν μέσα στην κορύφωση της απελπισίας τους ότι υπάρχει το «μετά», ο ναρκισσισμός τους θα άντεχε την απώλεια εάν την οριοθετούσε στο χρόνο. Κι’ αυτό που περνάμε τώρα έχει όριο. Μπορεί να μην το βλέπουμε ακόμα, αλλά το ξέρουμε ότι υπάρχει, επειδή ακριβώς υπάρχει το «μετά». Αυτό είναι βέβαιο. Η έννοια του «μετά», η έννοια του χρόνου, η διαχείριση του χρόνου θα μας επιτρέψει τις λιγότερες δυνατές απώλειες, θα μας επιτρέψει να δούμε το τέλος αυτής της κατάστασης. Όπως ονόμασε ο Hockney τον τελευταίο του πίνακα, μια συστάδα ναρκίσσων στον αγρό: «Τίποτα δεν μπορεί ν’ ανακόψει την άνοιξη».
Κάτι ακόμα. Είδαμε μέσα σε αυτήν την κατάσταση ότι η χρήση της τεχνολογίας ήταν ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας μέσα στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε. Σαν να υποκαθιστούμε την ζώσα επικοινωνία, με την επικοινωνία της τεχνολογίας. Αυτό, ενδεχομένως, και μετά την λήξη της κατάστασης να αφήσει ένα αποτύπωμα το οποίο να προσδιορίσει και την συνέχεια στις ζωές των ανθρώπων. Εννοώ, η επιθυμία πια, να μην έχει νόημα αφού δεν θα μπορεί να συγκρούεται και να διεκδικεί από την πραγματικότητα η οποία θα είναι από αζήτητη έως άχρηστη, αφού θα έχει υποκατασταθεί από την τεχνολογία. Η επιθυμία οφείλεται στην έλλειψη αλλά αν δεν υπάρχει έλλειψη, αφού η πραγματικότητα της τεχνολογίας θα έχει υποκαταστήσει την ζώσα πραγματικότητα, τότε πως θα τραφεί η επιθυμία; Η κατάσταση που ζούμε προοιωνίζει το τέλος της επιθυμίας, δηλαδή της φύσης του ανθρώπου, όπως έλεγε ο Spinoza;
Το τέλος της προσωπικής επιθυμίας, ίσως. Αλλά όχι και το τέλος της έτοιμης επιθυμίας, εκείνης που θα προσφέρεται α λα κάρτ από το σύστημα και το οποίο θα προστρέξει να καλύψει το κενό με επιθυμίες στα μέτρα του καθενός, αλλά κατ’ αρχήν του συστήματος. Σαν να δίνουμε την ευθύνη της επιθυμίας μας στον άλλο που θα κανονίζει για εμάς τί είναι αυτό που θέλουμε, όπως όταν ρωτάμε τον σερβιτόρο «τι να πάρω;» ή να αναθέτουμε σ’ ένα γραφείο ταξιδίων το πρόγραμμα του ταξιδιού που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το ταξίδι της ζωής μας. Και μπορεί έτσι ν’ αποφεύγουμε την ενοχή της απόλαυσης αφού άλλος αποφάσισε για την επιθυμία μας, μπορεί έτσι να βρισκόμαστε στο ανήκειν του συνόλου θα έλεγε η Butler, αλλά μήπως έτσι χάνουμε τη ζωή μας; Εκτός και το ζητούμενο είναι αυτό.
Ήδη, σ’ ένα παλιότερο κείμενό του, ο Agamben και πρόσφατα ο Harari επεσήμαιναν ότι η χρήση της τεχνολογίας επιφέρει την αλλοτρίωση του χρήστη. Θα έλεγα ότι ο χρήστης θα μπορεί να κινηθεί «ελεύθερος», φυλακισμένος εντός των «οδηγιών» χρήσης της συσκευής του, εντός των πολιτικών οδηγιών χρήσης του εαυτού, της κοινωνικής μηχανής εκτός της οποίας ο κόσμος δεν υπάρχει. Η συσκευή δεν θ’ αποσκοπεί να είναι χρήσιμη ή ευχάριστη στο χρήστη αλλά θα χρησιμοποιεί τον χρήστη για την δική της ευχαρίστηση και σκοπό. Ο χρήστης θα απολαμβάνει την χρήση του εκ μέρους του άλλου, σαν τον ψυχωσικό που είναι στο έλεος της απόλαυσης του άλλου, απολαμβάνοντας την συσκευή του.
Ο άνθρωπος, μέσω της επιδημίας, αντιμετώπισε ακόμα μία φορά το δίλημμα επιθυμία-ελευθερία ή ασφάλεια. Κυρίως όμως μένει να το αντιμετωπίσει ως πολιτική χειραγώγηση στο μέλλον, μια πολιτική χειραγώγηση που δεν ξεκίνησε τώρα αλλά θα μπορούσε να επωφεληθεί από το τώρα για να ενισχύσει τη θέση της.
Θα δούμε σύντομα αν πρόκειται για εμβάθυνση της ανθρωπολογικής μεταβολής που έχει αρχίσει πολύ πριν την επιδημία και που αφορά το σύνολο των σημασιών της υποκειμενικότητας Ή, αν, τελικά, το ανοσοποιητικό της ελευθερίας και της επιθυμίας αντιδράσει και κλείσει την παρένθεση.
Μέχρι τότε, θυμίζω το σύνθημα των παλιών αριστερών:
«Τρώμε το φαΐ μας, αγαπάμε το κελί μας, διαβάζουμε πολύ».
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.