«Όταν μπήκα στα αποδυτήρια βεβαιώθηκα ότι το μπάσκετ στην Ελλάδα θα πάει πολύ μπροστά. Περίμενα να δω τα παιδιά να ουρλιάζουν από χαρά, να πετούν πράγματα στον αέρα, να κάνουν σαν τρελά από τη χαρά τους. Κι όμως, υπήρχε ησυχία. Κάθονταν στους πάγκους κουρασμένα, χαρούμενα μεν, αλλά μ’ αυτή την αίσθηση του νικητή, του κυρίαρχου. Είχαμε νικήσει τη Γιουγκοσλαβία για δεύτερη φορά σε τέσσερις μέρες, είχαμε πάρει το χρυσό μετάλλιο, κι αυτοί κάθονταν»!
Η μνήμη μπορεί να μ’ έχει προδώσει
μετά από 28 χρόνια. Μπορεί τα εισαγωγικά, που προϋποθέτουν ακριβή δήλωση, να μην είναι σωστά, κάποιες λέξεις να μην είναι απολύτως οι ίδιες. Θυμάμαι όμως πολύ έντονα την έκφραση του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου όταν τα έλεγε, τον Αύγουστο του μακρινού 1989, στην επιστροφή της «χρυσής» εθνικής Παίδων από το Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας.
Ο Κιουμουρτζόγλου, ομοσπονδιακός προπονητής των ανδρών τότε (με φρέσκο το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας) ταξίδεψε στην Ισπανία για να δει το… νέο αίμα, που τότε βρισκόταν στις διαταγές του Θανάση Παπαδημητρίου. Παιδιά 16 και 17 ετών, γεννημένα το 1972 και το 1973, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άγνωστα ακόμα και στο «μυημένο» μπασκετικό κοινό, ταξίδεψαν στην Ιβηρική χωρίς τυμπανοκρουσίες, μόνο με τις ευχές και την αγωνία των γονιών τους. Και γύρισαν με το πρώτο χρυσό μετάλλιο της Ελλάδας στις μικρές μπασκετικές ηλικίες.
Ποια ήταν αυτά τα παιδιά; Τα ονόματά των περισσότερων ενδεχομένως θα θυμίσουν κάτι στους φανατικούς «μπασκετικούς» της δεκαετίας του ’90, άλλωστε ορισμένοι απ’ αυτούς έκαναν κάποια καριέρα στην Α1. Ο σταρ της ομάδας, ο οποίος είχε αναδειχτεί και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, ήταν ο Νίκος Οικονόμου, που έκανε φυσικά μεγάλη καριέρα και στην εθνική ομάδα.
Από τους άλλους 11 κανείς δεν αξιώθηκε να φορέσει τη φανέλλα της εθνικής ανδρών. Κάποιοι (Γκαγκαουδάκης, Λογοθέτης, Ταμπάκης, Γεωργικόπουλος, Χατζόπουλος κτλ.) κόλλησαν ένσημα στην Α1. Κάποιοι άλλοι έμειναν αιώνια ταλέντα (Χατζησμάλης). Τον τότε σέντερ της ομάδας Βάιο Γιώρα τον συναντάμε σήμερα ως ομοσπονδιακό προπονητή της εθνικής μπάσκετ με αμαξίδιο, μετά από ένα τρομακτικό τροχαίο που είχε στα 23 του χρόνια.
Ο Κιουμουρτζόγλου στάθηκε στην αλλαγή νοοτροπίας του Έλληνα μπασκετμπολίστα. Ο οποίος τόσο είχε μπολιαστεί από τις απανωτές επιτυχίες των ανδρών, που του έγιναν συνείδηση. Και καλά έκανε. Αυτή η ομάδα νίκησε τη Γαλλία, τη διοργανώτρια Ισπανία και την (ενωμένη) Γιουγκοσλαβία δύο φορές, στον τελικό δε με μόνο ένα καλάθι διαφορά (81-79). Και τα παιδιά, μετά τους πανηγυρισμούς μέσα στο γήπεδο με τα χρυσά μετάλλια στο στήθος, μπήκαν στα αποδυτήρια και… ξαπόστασαν. Η δουλειά είχε γίνει.
Από τις «μικρές» εθνικές ομάδες πέρασαν όλα τα τεράστια αστέρια που κόσμησαν το ελληνικό μπάσκετ στο ανώτερο επίπεδο και το γέμισαν επιτυχίες. Κάποιες «φουρνιές», φυσικά, ήταν καλύτερες από τις άλλες. Κάποιες άλλες όχι. Αυτό που έμεινε, όμως, από τη μαγική στιγμή των παίδων το 1989 ως τώρα, που η εθνική Νέων (U20) διεκδικεί την πρόκρισή της στον τελικό της διοργάνωσης που διεξάγεται στην Κρήτη, είναι αυτή η αίσθηση της συνέχειας. Αυτός ο μαγικός… μίτος της Αριάδνης, που ενώνει το τότε και με το τώρα.
Τότε, το μακρινό 1989, στην Α1 συμμετείχαν 12 ομάδες. Είχε αρχίσει, βέβαια, η εποχή των κάθε λογής «ομογενών», όμως οι περισσότερες ομάδες δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να αγοράσουν «ελληνοποιημένους». Επιτρεπόταν η χρησιμοποίηση μόνο ενός ξένου παίκτη, κι ενός δεύτερου μόνο για τους διεθνείς αγώνες. Οι… θέσεις εργασίας ειδικά για τέτοιου είδους ταλέντα, που είχαν αποδείξει ότι ήταν οι καλύτεροι της Ευρώπης στην ηλικία τους, ήταν ορθάνοιχτες.
Γιατί δεν έγιναν όλοι παικταράδες; Μόνο αυτοί το ξέρουν. Προφανώς, όμως, όχι επειδή κάποιες αόρατες δυνάμεις τους έκοψαν το δρόμο.
Το ελληνικό μπάσκετ έχει χορτάσει μοιρολόγια για τις… χαμένες του γενιές. Κι ετοιμάζεται να στήσει το ίδιο σκηνικό. Αυτό των αδικημένων παιδιών, που υποκλίνεται όλη η Ευρώπη μπροστά τους, αλλά οι άσπλαχνοι παράγοντες και οι συμφεροντολόγοι προπονητές δεν τα προωθούν τα καημένα για να παίξουν το μπάσκετ που μπορούν να αποδώσουν, κι έτσι είναι καταδικασμένα στην αφάνεια και την καταφρόνια. Και περιμένουν διοργανώσεις όπως αυτή, των «μικρών» εθνικών ομάδων, για να υπενθυμίσουν στον κόσμο ότι υπάρχουν κι αυτοί κι αξίζουν κάτι περισσότερο από ένα χειροκρότημα: Ένα σοβαρό επαγγελματικό συμβόλαιο, σε ομάδα που δεν θα συμπληρώνουν απλά τη σύνθεση, αλλά θα έχουν έναν βασικό ρόλο.
Το οποιασδήποτε απόχρωσης μετάλλιο, αν έλθει, είναι μια στιγμιαία φωτογραφία. Αποτυπώνει την επιτυχία, αλλά δεν εγγυάται τίποτα άλλο. Το’ χουμε δει πια τόσες φορές που θα’ πρεπε να το έχουμε χωνέψει. Τα παιδιά αυτά θα δουλέψουν, κάποια θα διακριθούν, κάποια θα μείνουν στην αφάνεια. Ειδικά στην περίοδο που ζούμε, εξαρτάται μόνο από τους ίδιους, τις αποφάσεις τους και την όρεξή τους να ιδρώσουν για να μάθουν.
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Sport του Σαββάτου)
Η μνήμη μπορεί να μ’ έχει προδώσει
μετά από 28 χρόνια. Μπορεί τα εισαγωγικά, που προϋποθέτουν ακριβή δήλωση, να μην είναι σωστά, κάποιες λέξεις να μην είναι απολύτως οι ίδιες. Θυμάμαι όμως πολύ έντονα την έκφραση του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου όταν τα έλεγε, τον Αύγουστο του μακρινού 1989, στην επιστροφή της «χρυσής» εθνικής Παίδων από το Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας.
Ο Κιουμουρτζόγλου, ομοσπονδιακός προπονητής των ανδρών τότε (με φρέσκο το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας) ταξίδεψε στην Ισπανία για να δει το… νέο αίμα, που τότε βρισκόταν στις διαταγές του Θανάση Παπαδημητρίου. Παιδιά 16 και 17 ετών, γεννημένα το 1972 και το 1973, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άγνωστα ακόμα και στο «μυημένο» μπασκετικό κοινό, ταξίδεψαν στην Ιβηρική χωρίς τυμπανοκρουσίες, μόνο με τις ευχές και την αγωνία των γονιών τους. Και γύρισαν με το πρώτο χρυσό μετάλλιο της Ελλάδας στις μικρές μπασκετικές ηλικίες.
Ποια ήταν αυτά τα παιδιά; Τα ονόματά των περισσότερων ενδεχομένως θα θυμίσουν κάτι στους φανατικούς «μπασκετικούς» της δεκαετίας του ’90, άλλωστε ορισμένοι απ’ αυτούς έκαναν κάποια καριέρα στην Α1. Ο σταρ της ομάδας, ο οποίος είχε αναδειχτεί και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, ήταν ο Νίκος Οικονόμου, που έκανε φυσικά μεγάλη καριέρα και στην εθνική ομάδα.
Από τους άλλους 11 κανείς δεν αξιώθηκε να φορέσει τη φανέλλα της εθνικής ανδρών. Κάποιοι (Γκαγκαουδάκης, Λογοθέτης, Ταμπάκης, Γεωργικόπουλος, Χατζόπουλος κτλ.) κόλλησαν ένσημα στην Α1. Κάποιοι άλλοι έμειναν αιώνια ταλέντα (Χατζησμάλης). Τον τότε σέντερ της ομάδας Βάιο Γιώρα τον συναντάμε σήμερα ως ομοσπονδιακό προπονητή της εθνικής μπάσκετ με αμαξίδιο, μετά από ένα τρομακτικό τροχαίο που είχε στα 23 του χρόνια.
Ο Κιουμουρτζόγλου στάθηκε στην αλλαγή νοοτροπίας του Έλληνα μπασκετμπολίστα. Ο οποίος τόσο είχε μπολιαστεί από τις απανωτές επιτυχίες των ανδρών, που του έγιναν συνείδηση. Και καλά έκανε. Αυτή η ομάδα νίκησε τη Γαλλία, τη διοργανώτρια Ισπανία και την (ενωμένη) Γιουγκοσλαβία δύο φορές, στον τελικό δε με μόνο ένα καλάθι διαφορά (81-79). Και τα παιδιά, μετά τους πανηγυρισμούς μέσα στο γήπεδο με τα χρυσά μετάλλια στο στήθος, μπήκαν στα αποδυτήρια και… ξαπόστασαν. Η δουλειά είχε γίνει.
Από τις «μικρές» εθνικές ομάδες πέρασαν όλα τα τεράστια αστέρια που κόσμησαν το ελληνικό μπάσκετ στο ανώτερο επίπεδο και το γέμισαν επιτυχίες. Κάποιες «φουρνιές», φυσικά, ήταν καλύτερες από τις άλλες. Κάποιες άλλες όχι. Αυτό που έμεινε, όμως, από τη μαγική στιγμή των παίδων το 1989 ως τώρα, που η εθνική Νέων (U20) διεκδικεί την πρόκρισή της στον τελικό της διοργάνωσης που διεξάγεται στην Κρήτη, είναι αυτή η αίσθηση της συνέχειας. Αυτός ο μαγικός… μίτος της Αριάδνης, που ενώνει το τότε και με το τώρα.
Τότε, το μακρινό 1989, στην Α1 συμμετείχαν 12 ομάδες. Είχε αρχίσει, βέβαια, η εποχή των κάθε λογής «ομογενών», όμως οι περισσότερες ομάδες δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να αγοράσουν «ελληνοποιημένους». Επιτρεπόταν η χρησιμοποίηση μόνο ενός ξένου παίκτη, κι ενός δεύτερου μόνο για τους διεθνείς αγώνες. Οι… θέσεις εργασίας ειδικά για τέτοιου είδους ταλέντα, που είχαν αποδείξει ότι ήταν οι καλύτεροι της Ευρώπης στην ηλικία τους, ήταν ορθάνοιχτες.
Γιατί δεν έγιναν όλοι παικταράδες; Μόνο αυτοί το ξέρουν. Προφανώς, όμως, όχι επειδή κάποιες αόρατες δυνάμεις τους έκοψαν το δρόμο.
Το ελληνικό μπάσκετ έχει χορτάσει μοιρολόγια για τις… χαμένες του γενιές. Κι ετοιμάζεται να στήσει το ίδιο σκηνικό. Αυτό των αδικημένων παιδιών, που υποκλίνεται όλη η Ευρώπη μπροστά τους, αλλά οι άσπλαχνοι παράγοντες και οι συμφεροντολόγοι προπονητές δεν τα προωθούν τα καημένα για να παίξουν το μπάσκετ που μπορούν να αποδώσουν, κι έτσι είναι καταδικασμένα στην αφάνεια και την καταφρόνια. Και περιμένουν διοργανώσεις όπως αυτή, των «μικρών» εθνικών ομάδων, για να υπενθυμίσουν στον κόσμο ότι υπάρχουν κι αυτοί κι αξίζουν κάτι περισσότερο από ένα χειροκρότημα: Ένα σοβαρό επαγγελματικό συμβόλαιο, σε ομάδα που δεν θα συμπληρώνουν απλά τη σύνθεση, αλλά θα έχουν έναν βασικό ρόλο.
Το οποιασδήποτε απόχρωσης μετάλλιο, αν έλθει, είναι μια στιγμιαία φωτογραφία. Αποτυπώνει την επιτυχία, αλλά δεν εγγυάται τίποτα άλλο. Το’ χουμε δει πια τόσες φορές που θα’ πρεπε να το έχουμε χωνέψει. Τα παιδιά αυτά θα δουλέψουν, κάποια θα διακριθούν, κάποια θα μείνουν στην αφάνεια. Ειδικά στην περίοδο που ζούμε, εξαρτάται μόνο από τους ίδιους, τις αποφάσεις τους και την όρεξή τους να ιδρώσουν για να μάθουν.
Αργύρης Παγαρτάνης
(Δημοσιεύεται στη Live Sport του Σαββάτου)
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.