Όχι, το καλοκαίρι δεν είναι ακόμα μακρινή ανάμνηση. Ο Οκτώβρης έχει «πράμα» πίσω του. Για παράδειγμα, η Μαρία, η φίλη μου, μου τηλεγράφησε στις 9 του μήνα (τηλεγράφημα αποκαλώ το μέιλ, φυσικά με ισχυρή δόση αυθαιρεσίας, για να μην χάνουμε την επαφή με τις παλιές λέξεις) ότι καταναλώνει στη Σύρο κάτι ξεφτισμένα υπολείμματα αδείας και ξοδεύει τα ρέστα τού καλοκαιριού με καθημερινά μπάνια στη
συριανή Βάρη. Σπολλάτη της! Ζήλεψα με τη θετική έννοια του όρου «ζήλεια» και της έστειλα απαντητικό «τηλεγράφημα», «με σκας κορίτσι μου, αλλά εγώ έχω ένα βαζάκι άμμο από το Γιαλισκάρι –κάτι σαν τέφρα του καλοκαιριού που ΘΑ πεθάνει– και θα φαντασιώνομαι όλον τον χειμώνα πως είμαι σε νησί, μη με λυπάσαι». Και «στο κάτω κάτω, Μαράκι», της έγραψα, «εγώ την Κυριακή πάω Νέα Σμύρνη».
Την κούφανα; Την ξέρανα; Σιγά! Θα ήθελα να ζηλέψει λίγο, αλλά αν δεν ήταν ευγενική μάλλον θα μου έλεγε «σκασίλα μου μεγάλη, σκασίλα μου μικρή και δέκα παπαγάλοι» κατά το παιδικό στιχάκι που λέγαμε όταν θέλαμε κάποιον να πικάρουμε.
Ωστόσο, για εμένα στη Νέα Σμύρνη υπάρχουν ισχυρά νήματα με παλιές προσωπικές μνήμες –από εκείνες της πρώιμης αντρίλας που μοσχοβολούν νιάτα, μαγιάτικο κήπο και άγουρο έρωτα. Γι’ αυτό ο 4ος Αγώνας Ιστορικής Μνήμης της πόλης –μια πόλης που έχει λίγο από αύρα φαληριώτικης θάλασσας και λίγο από οσμή βορειοπροαστιακής αριστοκρατίας– είναι κάτι που αγαπώ, που ξεχωρίζω και που με κάνει να παραμερίζω το τσίγκλισμα από τη Σύρο για τα «υπέροχα νερά», τη «θαυμάσια θάλασσα» και ένα είδος «ιδιωτικότητας που έχει αυτήν την εποχή η ακτή με τον λίγο εκλεκτικό κόσμο της», όπως μου γράφει με σαδιστική αγαθότητα και βασανιστικό ενθουσιασμό η Μαρία στο ηλεκτρονικό «τηλεγράφημά» της.
Και επειδή ανέφερα πιο πάνω για το βαζάκι άμμου εις μνήμην καλοκαιριού, θυμάμαι μικρός που κάθε χρόνο τέτοια εποχή –αλλά και στο προχώρημα του Νοέμβρη–, όταν έπρεπε να κάνω μπάνιο στο σπίτι (στην ηλικία που το μπάνια το έκανες γιατί υπήρχε το «έπρεπε» της μαμάς και όχι γιατί το γούσταρες όπως τώρα), γέμιζα ξέχειλη την μπανιέρα, έριχνα μέσα 5-6 κρυμμένα βότσαλα, φορούσα τη μάσκα θαλάσσης και βουτούσα το κεφάλι στο νερό σε μια προσπάθεια προσομοίωσης της χαμένης θάλασσας σε περιβάλλον σπιτικού λουτροκαμπινέ.
Ήθελα να γράψω, επ’ ευκαιρία του αγώνα των επτά χιλιάδων δρομέων, πολλά για τη νέα Σμύρνη. Για την –πολυθρύλητη πια– πλατεία της, για τη Αγία Φωτεινή της (με το περίφημο τέμπλο της, από τον ναό του Αγίου Ιωάννου του «Πάνω Μαχαλά» της Σμύρνης), για τους πολλούς ποδοσφαιρικούς της «άγιους» (Σαραβάκος, Νεστορίδης, Αναστόπουλος, Μαύρος, Χάιτας κ.ά.), για το μακρινό 1922, για τον πολιτισμό της. Αλλά νιώθω βαρύ και ανυπόμονο πάνω στο πληκτρολόγιο το βλέμμα του εκδότη μας που βιάζεται να κλείσει τις σελίδες και να τρέξει, πρώτα για να παραδώσει τούτο το τεύχος (και πάλι μερακλίδικο) και ύστερα να ξεχυθεί στους αγώνες του μήνα που κυλάει, δρομέας και αυτός όπως και εσείς….
Οι οποίοι αγώνες –μην το ξεχνάμε – ανήκουν και αυτοί στα μικρά με αξία, στα εφήμερα που γαντζώνονται στη μνήμη και μας συνοδεύουν στο ταξίδι της ζωής ώς το τέλος. Αγαπάμε τα εφήμερα, τα διαβατάρικα, τα περαστικά –αυτά που δεν θα ξαναβρούμε μπροστά μας. Τα μεγάλα μη τα λυπάσαι, δεν θα χαθούν ποτέ, ακόμα και μετά το χαμό μας. Ενώ τα μικρά, σαν αυτά που θα ζήσουμε στη Νέα Σμύρνη, τα φυλάμε με αγάπη στις αποθήκες της μνήμης σαν καθημερινές, αλλά καθόλου ασήμαντες, χαρές της ζωής.
** Δημοσιεύεται στο τεύχος Οκτωβρίου του iRun, ειδικού περιοδικού για το τρέξιμο.
Ακολουθήσετε το μπλογκ στη σελίδα του στο faceboook, δηλώστε το αν σας αρέσει
συριανή Βάρη. Σπολλάτη της! Ζήλεψα με τη θετική έννοια του όρου «ζήλεια» και της έστειλα απαντητικό «τηλεγράφημα», «με σκας κορίτσι μου, αλλά εγώ έχω ένα βαζάκι άμμο από το Γιαλισκάρι –κάτι σαν τέφρα του καλοκαιριού που ΘΑ πεθάνει– και θα φαντασιώνομαι όλον τον χειμώνα πως είμαι σε νησί, μη με λυπάσαι». Και «στο κάτω κάτω, Μαράκι», της έγραψα, «εγώ την Κυριακή πάω Νέα Σμύρνη».
Την κούφανα; Την ξέρανα; Σιγά! Θα ήθελα να ζηλέψει λίγο, αλλά αν δεν ήταν ευγενική μάλλον θα μου έλεγε «σκασίλα μου μεγάλη, σκασίλα μου μικρή και δέκα παπαγάλοι» κατά το παιδικό στιχάκι που λέγαμε όταν θέλαμε κάποιον να πικάρουμε.
Ωστόσο, για εμένα στη Νέα Σμύρνη υπάρχουν ισχυρά νήματα με παλιές προσωπικές μνήμες –από εκείνες της πρώιμης αντρίλας που μοσχοβολούν νιάτα, μαγιάτικο κήπο και άγουρο έρωτα. Γι’ αυτό ο 4ος Αγώνας Ιστορικής Μνήμης της πόλης –μια πόλης που έχει λίγο από αύρα φαληριώτικης θάλασσας και λίγο από οσμή βορειοπροαστιακής αριστοκρατίας– είναι κάτι που αγαπώ, που ξεχωρίζω και που με κάνει να παραμερίζω το τσίγκλισμα από τη Σύρο για τα «υπέροχα νερά», τη «θαυμάσια θάλασσα» και ένα είδος «ιδιωτικότητας που έχει αυτήν την εποχή η ακτή με τον λίγο εκλεκτικό κόσμο της», όπως μου γράφει με σαδιστική αγαθότητα και βασανιστικό ενθουσιασμό η Μαρία στο ηλεκτρονικό «τηλεγράφημά» της.
Και επειδή ανέφερα πιο πάνω για το βαζάκι άμμου εις μνήμην καλοκαιριού, θυμάμαι μικρός που κάθε χρόνο τέτοια εποχή –αλλά και στο προχώρημα του Νοέμβρη–, όταν έπρεπε να κάνω μπάνιο στο σπίτι (στην ηλικία που το μπάνια το έκανες γιατί υπήρχε το «έπρεπε» της μαμάς και όχι γιατί το γούσταρες όπως τώρα), γέμιζα ξέχειλη την μπανιέρα, έριχνα μέσα 5-6 κρυμμένα βότσαλα, φορούσα τη μάσκα θαλάσσης και βουτούσα το κεφάλι στο νερό σε μια προσπάθεια προσομοίωσης της χαμένης θάλασσας σε περιβάλλον σπιτικού λουτροκαμπινέ.
Ήθελα να γράψω, επ’ ευκαιρία του αγώνα των επτά χιλιάδων δρομέων, πολλά για τη νέα Σμύρνη. Για την –πολυθρύλητη πια– πλατεία της, για τη Αγία Φωτεινή της (με το περίφημο τέμπλο της, από τον ναό του Αγίου Ιωάννου του «Πάνω Μαχαλά» της Σμύρνης), για τους πολλούς ποδοσφαιρικούς της «άγιους» (Σαραβάκος, Νεστορίδης, Αναστόπουλος, Μαύρος, Χάιτας κ.ά.), για το μακρινό 1922, για τον πολιτισμό της. Αλλά νιώθω βαρύ και ανυπόμονο πάνω στο πληκτρολόγιο το βλέμμα του εκδότη μας που βιάζεται να κλείσει τις σελίδες και να τρέξει, πρώτα για να παραδώσει τούτο το τεύχος (και πάλι μερακλίδικο) και ύστερα να ξεχυθεί στους αγώνες του μήνα που κυλάει, δρομέας και αυτός όπως και εσείς….
Οι οποίοι αγώνες –μην το ξεχνάμε – ανήκουν και αυτοί στα μικρά με αξία, στα εφήμερα που γαντζώνονται στη μνήμη και μας συνοδεύουν στο ταξίδι της ζωής ώς το τέλος. Αγαπάμε τα εφήμερα, τα διαβατάρικα, τα περαστικά –αυτά που δεν θα ξαναβρούμε μπροστά μας. Τα μεγάλα μη τα λυπάσαι, δεν θα χαθούν ποτέ, ακόμα και μετά το χαμό μας. Ενώ τα μικρά, σαν αυτά που θα ζήσουμε στη Νέα Σμύρνη, τα φυλάμε με αγάπη στις αποθήκες της μνήμης σαν καθημερινές, αλλά καθόλου ασήμαντες, χαρές της ζωής.
** Δημοσιεύεται στο τεύχος Οκτωβρίου του iRun, ειδικού περιοδικού για το τρέξιμο.
Ακολουθήσετε το μπλογκ στη σελίδα του στο faceboook, δηλώστε το αν σας αρέσει
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.