Αποχαιρετούμε σήμερα ένα θηρίο. Κάποιον που υπήρξε σε όλα του μεγάλος. Στο σώμα, στη διάνοια, στην ψυχή. Κάποιον που έστεκε συνάμα υπεράνω. Πάνω από υπολογισμούς, συναλλαγές, μανούβρες, Που δεν λογάριαζε το προσωπικό του κέρδος, πλήρωνε ίσα-ίσα ευχαρίστως, απολαυστικά, το κόστος της ελευθερίας του. Αυτό ήταν εν τέλει το κυρίαρχο, το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του Θεόδωρου Πάγκαλου. Ότι έζησε, πορεύτηκε σε ιδιωτικούς και σε δημόσιους δρόμους, εντελώς ελεύθερος. Μη δίνοντας λογαριασμό παρά μονάχα στη συνείδησή του.
Δεν ξέρω κανέναν που να είχε συναναστραφεί έστω και ελάχιστα με τον Θεόδωρο Πάγκαλο και να μην κρατάει στην μνήμη του κάτι που είπε, κάτι που έκανε μπροστά του. Ένα αστείο. Μία καίρια παρατήρηση. Μια συμβουλή. Θα έπρεπε όλες εκείνες οι αναρίθμητες ψηφίδες να συναρμολογηθούν ώστε να σχηματιστεί η πλήρης, η ακριβής εικόνα του. Για να συντεθεί η βιογραφία του που -σε εμένα τουλάχιστον- αρνιόταν πεισματικά να γράψει.
Τη δύσκολη αυτή ώρα, που ενώ τη βλέπαμε από καιρό να έρχεται, μaς αιφνιδίασε – ο Πάγκαλος νεκρός; πώς γίνεται;- αντί στεφάνου καταθέτω τρεις δικές μου ψηφίδες.
Τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1987 υπό συνθήκες ευτράπελες. Φοιτητές της Νομικής, είχαμε πάει με την τότε αγαπημένη μου διακοπές στην Τζιά. Την πέμπτη και τελευταία μέρα, σηκώθηκε μπουρίνι, απαγορεύτηκαν οι πλόες. Ξεμείναμε αναγκαστικά στο νησί. Τα λεφτά μάς είχαν τελειώσει και η σπιτονοικοκυρά μας, ιδιοκτήτρια ενός ταπεινού "room to let”, αρνήθηκε να μας φιλοξενήσει για μια νύχτα ακόμα και ας της ορκιστήκαμε πως θα μας έστελναν οι γονείς μας έμβασμα για να την πληρώσουμε. Μαζέψαμε συνεπώς τα συμπράγκαλά μας και αράξαμε σε ένα παγκάκι, τυλιγμένοι με πετσέτες παραλίας, με ένα μπουκαλάκι κονιάκ, που το πίναμε εναλλάξ, φυσούσε επαναλαμβάνω, έκανε πολλή ψύχρα. Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ είχαμε γλαρώσει, πέφτουν επάνω μας προβολείς. Ξυπνάμε και αντικρύζουμε ένα κακοπαθημένο τζιπ, από τα ηχεία του οποίου ακούγεται όπερα στη διαπασών. Από μέσα σαλτάρει ένας τύπος μεγαλόσωμος, με ηγεμονικό ύφος. "Τι είστε εσείς; Αλητοτουρίστες; Πρεζάκια;" μας κάνει, έτοιμος λες να μας αρπάξει από το αυτί. Προφανώς ψαρώσαμε. Ψελλίζοντας εγώ τού εξήγησα τι μας είχε συμβεί. "Να σας δανείσουμε καναδυό χιλιάρικα, να βρείτε κατάλυμα; Μπα, όλοι θα κοιμούνται τέτοια ώρα…" μονολόγησε. "Εμπρός, ελάτε μαζί μας!".
Πήγαμε σε ένα σπίτι από το οποίο καμιά εικόνα δεν συγκρατώ, ίσως επειδή έχουν περάσει τόσα χρόνια, ίσως επειδή με είχε απορροφήσει η παρουσία του Πάγκαλου. Μας τάισαν, μας πότισαν ωραίο κρασί. Κουβεντιάζαμε ώσπου χάραξε. Από όσα είπε, ένα μού εντυπώθηκε. "Η χειρότερη κατάντια για τον πολιτικό; Όποτε αποτυγχάνει στις εκλογές να τα ρίχνει στον λαό. Να λέει ότι οι ψηφοφόροι τον αδίκησαν ή εξαπατήθηκαν και θα το μετανιώσουν…" "Δεν αδικούν οι ψηφοφόροι;" ρώτησα. "Δεν εξαπατώνται;" "Προφανώς! Συχνότατα! Αλλοίμονο όμως εάν μπαίνεις στο παιχνίδι αγνοώντας τον βασικό του κανόνα. Αλλοίμονό σου, μικρέ, άμα δεν ξέρεις να χάνεις. Στην πολιτική, στον έρωτα, παντού…"
Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, ενώ πλέον γνωριζόμασταν αρκετά, μού τηλεφωνεί ένα απόγευμα. "Σε μισή ώρα να στέκεσαι στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη" με διατάζει. "Θα περάσω να σε πάρω." Φαντάζεστε την έκπληξη μου. Ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών – τι μπορεί να με ήθελε; Μπήκα στο άμαξι, δίπλα του. Φορούσε -θυμάμαι- ένα μαύρο παλτό με βελούδινα πέτα κι ένα πλατύγυρο καπέλο. Βγαλμένος έμοιαζε από άλλη εποχή, από ταινία έστω εποχής. Μπήκαμε στην πλατεία Ομονοίας, κατεβήκαμε την Πειραιώς, ενώ φτάναμε πιά στα Καμίνια, κοίταξε το ρολόι του και είπε στον οδηγό να κάνει αναστροφή. "Μα πού πάμε;" ρώτησα.
** Απόσπασμα από άρθρο του Χρήστου Χωμανίδη στο capital.gr. Ολόκληρο εδώ.
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.